του κ. Ανδρέα Χρονάκη
Υποψήφιου Διδάκτορα Θεολογίας
Υπέρτατα
αισιόδοξο το μήνυμα της Κοιμήσεως της
Θεοτόκου. Ευ – αγγέλιο πραγματικό… Ευ
– αγγέλιο μέσα σε έναν Κόσμο άκοσμο και
σε μια Βιωτή ουσιαστικά αβίωτη. Ένα
Ευ-αγγέλιο δύσκολο να ηχήσει σε έναν
κόσμο, ο οποίος βρίσκεται σε παροπλισμό.
Έναν κόσμο με απολεσθείσες όμορφες,
απλές αλλά μεγαλειώδεις αξίες που
αναγάγουν τον Υπ-άνθρωπο σε Άνθρωπο και
τον καθιστούν Πρόσωπο προκαλώντας και
προσκαλώντας τον σε Σχέση. Ίχνος
αναζήτησης ψυχικής αγαλλίασης, που
απλόχερα προσφέρεται σε έναν γλυκό
λόγο, μια ματιά, σε μια ουσιαστική Σχέση
με τον Άλλον. Με τον Συν – Άνθρωπο. Δίχως
κρατούμενα, δίχως προσδοκίες ατομικής,
εγωτικής εξασφάλισης και ψυχολογικής
βεβαιότητας. Έναν κόσμο που δεν
«προσφέρει», αλλά «δίνει» προσδοκώντας
να λάβει. Που αναζητά ανταπόδοση και
όχι ανταπόκριση. Που κρίνει εξατομικευμένα,
ζει ατομικά, μοναχικά, εγωκεντρικά, α –
κοινώνητα. Έναν κόσμο που αγνοεί όχι
την Σχέση αλλά τον τρόπο της Σχέσης.
Αποζητά τη Σχέση με τον Άλλον Άνθρωπο
αλλά αδυνατεί να τον νιώσει ως Συν-άνθρωπο.
Αδυνατεί να τον Συν – χωρεί ενώ ταυτόχρονα
αφήνει να χωρεί στη ζωή του τόση κενότητα
και τόση ματαιοδοξία. Χωρεί με το χρήμα,
την ύλη, την ανάγκη και δεν συν-χωρεί με
τον Άνθρωπο… τον Συν – Άνθρωπό του. Ζει
όχι με την Συν – χώρεση αλλά με το
Συμφέρον.
Δεν
μπορούμε να παραβλέψουμε το Συμφέρον.
Είναι ανθρώπινο και φυσιολογικό να
μεριμνά ο άνθρωπος για το συμφέρον του.
Όμως το ερώτημα τίθεται ως προς την
ποιότητα αυτού του συμφέροντος. Ποιο
είναι το συμφέρον του Ανθρώπου; Αυτό
αγνοεί ή αναζητά λανθασμένα. Σε λάθος
τόπους και χώρους. Το εγκλωβίζει σε
τόπους και χώρους ενώ μπορεί να το
αναζητήσει και να το ψηλαφήσει στην
«Χώρα του Αχωρήτου», την Παναγία. Να
ζητήσει και να αναζητήσει τη Σχέση μαζί
Της. Να υπάρχει ως Πρόσωπον έναντι Αυτής.
Όπως ο Υιός Της, που είναι ο Ων. Υπαρκτική
σχέση, που έχει μία βασική προϋπόθεση
: την αμοιβαία ολοκληρωτική αυτοπαραίτηση
από το Εγώ, την επιμέρους εγωτική
αυτασφάληση. Χρειάζεται να υπάρξει η
βιωματική πορεία από το «Εγώ» στο «Συν».
Από την εγωτική μοναξιά στην ελεύθερη
αυτοπαράδοση στην Σχέση. Και αυτό είναι
άθλημα διαρκές και επίπονο.
Αμοιβαία
ολοκληρωτική αυτοπαραίτηση από το Εγώ.
Αυτός είναι ο τρόπος της Φύσης που πρέπει
να αναιρεθεί για να υπάρξει ο τρόπος
της Σχέσης. Μόνον όταν αντιταχθούμε
στον εγωτικό εγκλωβισμό δίχως κρατούμενα,
μπορούμε να βρεθούμε σε Σχέση με τον
Θεό. Να φύγουμε από την ολοκληρωτική
αυτασφάλεια, να περάσουμε στην ολοκληρωτική
αυτοπαραίτηση και να φτάσουμε στην
ολοκληρωτική αυτοπροσφορά στο Θεό και
τον Άνθρωπο. Τότε ζούμε συν Θεό και με
Συν – άνθρωπο.
Το
Υπόδειγμα για την πορεία αυτή ψηλαφείται
στο πρόσωπο της Παναγίας. Το «γέννοιτό
μοι κατά το ρήμα Σου» αποτελεί την
αδιάψευστη ολοκληρωτική αυτοπαραίτηση.
Δίχως κρατούμενα, δίχως προσμονή
ανταλλαγμάτων, δίχως συμφεροντολογικές
αξιώσεις εισέρχεται η Παναγία στη Σχέση
Της με το Θεό. Κύριο μέσον η πλήρης
ταπείνωσή Της – η πλήρης αυτοπαραίτηση
από το Εγώ. Παράλληλα, παραμένει σταθερή
και στη Σχέση Της με τον Άνθρωπο. Τον
καλεί, τον προσκαλεί σε Σχέση. Σε Σχέση
με το Θεό καθ’ υπόδειγμα της Ιδίας και
του Υιού Της. Στον θόρυβο του Εγωισμού
η Παναγία αντιπροτείνει τη Σιγή. Όλη
Της η Ζωή εν σιγη. Στην εγωτική ανάγκη
αξιομισθίας αντιπροτείνει το «γένοιτο
μοι κατά το ρημα σου». Και περιμένει τον
άνθρωπο δια βίου…άλλωστε, η αγάπη
ουδέποτε εκπίπτει…«και εν τη Κοιμηση,
τον κοσμον ου κατελιπες Θεοτοκε».
Δεν
μένει κάτι άλλο παρά η δική μας ανταπόκριση
στην πρόσκληση για Σχέση με το Θεό. Την
ουσιαστική Σχέση με το Θεό η οποία δεν
κατακτάται, δεν καθίσταται κτήμα αλλά
αποτελεί διαρκές άθλημα ζωής. Πρόκειται
για άθλημα γιατί χρειάζεται να
εγκαταλείψουμε την «ηδονή» και να
ασπαστούμε την «οδύνη», που προϋποθέτει
και συνεπάγεται την τριήμερον κατάβαση
στον προσωπικό μας Άδη. Αυτή που
προσπορίζει δυνατότητα προσωπικής
Μεταμόρφωσης. Και αυτή η κατάβαση είναι
συγκινητικά ανθρώπινη και συγκλονιστικά
οικεία : Πτώσεις και συντριμμοί,
ταπεινώσεις και αθλιότητα, άμετροι
απελπισμοί για να φτάσει ο άνθρωπος στο
φωτισμό της διάκρισης του πραγματικού
από το φαντασιώδες. Να κερδίσει την
αθωότητα των ωρίμων, που επιτρέπει τη
θέαση των μη – ορωμένων.