Ὡς γενέτειρα πόλη τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου ἀναφέρεται τόσο ἡ Ταρσὸς τῆς Κιλικίας ὅσο καὶ τὸ Δρέπανο τῆς Βιθυνίας. Ὡστόσο ἡ ἅποψη ποὺ ἐπικρατεῖ φέρει τὸν Μέγα Κωνσταντίνο νὰ ἔχει γεννηθεῖ στὴ Ναϊσὸ τῆς Ἄνω Μοισίας. Τὸ ἀκριβὲς ἔτος τῆς γεννήσεώς του δὲν εἶναι γνωστὸ, θεωρεῖται ὅμως ὅτι γεννήθηκε μεταξὺ τῶν ἐτῶν 274 – 288 μ.Χ.
Πατέρας του ἦταν ὁ Κωνστάντιος, ποὺ λόγῳ τῆς χλωμότητος τοῦ προσώπου του ὀνομάσθηκε Χλωρὸς, καὶ ἦταν συγγενὴς τοῦ αὐτοκράτορος Κλαυδίου. Μητέρα του ἦταν ἡ Ἁγία Ἑλένη, θυγατέρα ἑνὸς πανδοχέως ἀπὸ τὸ Δρέπανο τῆς Βιθυνίας.
Τὸ 305 μ.Χ. ὁ Κωνσταντίνος εὑρίσκεται στὴν αὐλὴ τοῦ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ στὴ Νικομήδεια μὲ τὸ ἀξίωμα τοῦ χιλίαρχου. Τὸ ἴδιο ἔτος οἱ δύο Αὔγουστοι, Διοκλητιανὸς καὶ Μαξιμιανὸς, παραιτοῦνται ἀπὸ τὰ ἀξιώματά τους καὶ ἀποσύρονται. Στὸ ὕπατο ἀξίωμα τοῦ Αὐγούστου προάγονται ὁ Κωνστάντιος ὁ Χλωρὸς στὴ Δύση καὶ ὁ Γαλέριος στὴν Ἀνατολή. Ὁ Κωνστάντιος ὁ Χλωρὸς πέθανε στὶς 25 Ἰουλίου 306 μ.Χ. καὶ
ὁ στρατὸς ἀνακήρυξε Αὔγουστο τὸν Μέγα Κωνσταντίνο, κάτι ὅμως ποὺ δὲν ἀποδέχθηκε ὁ Γαλέριος. Μετὰ ἀπὸ μιὰ σειρὰ διαφόρων ἱστορικῶν γεγονότων ὁ Μέγας Κωνσταντίνος συγκρούεται μὲ τὸν Μαξέντιο, υἱὸ τοῦ Μαξιμιανοῦ, ὁ ὁποῖος πλεονεκτοῦσε στρατηγικὰ, ἐπειδὴ διέθετε τετραπλάσιο στράτευμα καὶ ὁ στρατὸς τοῦ Κωνσταντίνου ἦταν ἤδη καταπονημένος.
ὁ στρατὸς ἀνακήρυξε Αὔγουστο τὸν Μέγα Κωνσταντίνο, κάτι ὅμως ποὺ δὲν ἀποδέχθηκε ὁ Γαλέριος. Μετὰ ἀπὸ μιὰ σειρὰ διαφόρων ἱστορικῶν γεγονότων ὁ Μέγας Κωνσταντίνος συγκρούεται μὲ τὸν Μαξέντιο, υἱὸ τοῦ Μαξιμιανοῦ, ὁ ὁποῖος πλεονεκτοῦσε στρατηγικὰ, ἐπειδὴ διέθετε τετραπλάσιο στράτευμα καὶ ὁ στρατὸς τοῦ Κωνσταντίνου ἦταν ἤδη καταπονημένος.
Ἀπὸ τὴν πλευρά του ὁ Μέγας Κωνσταντίνος εἶχε κάθε λόγο νὰ αἰσθάνεται συγκρατημένος. Δὲν εἶχε καμία ἄλλη ἐπιλογὴ ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἐπίκληση τῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ. Ἤθελε νὰ προσευχηθεῖ, νὰ ζητήσει βοήθεια, ἀλλὰ καθὼς διηγεῖται ὁ ἱστορικὸς Εὐσέβιος, δὲν ἤξερε σὲ ποιὸν Θεὸ νὰ ἀπευθυνθεῖ. Τότε ἔφερε νοερὰ στὴ σκέψη του ὅλους αὐτοὺς ποὺ μαζὶ τους συνδιοικοῦσε τὴν αὐτοκρατορία. Ὅλοι τους, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν πατέρα του, πίστευαν σὲ πολλοὺς θεοὺς καὶ ὅλοι τους εἶχαν τραγικὸ τέλος. Ἄρχισε, λοιπόν, νὰ προσεύχεται στὸν Θεό, ὑψώνοντας τὸ δεξί του χέρι καὶ ἱκετεύοντάς Τον νὰ τοῦ ἀποκαλυφθεῖ. Ἐνῶ προσευχόταν, διαγράφεται στὸν οὐρανὸ μία πρωτόγνωρη θεοσημία. Περὶ τὶς μεσημβρινὲς ὧρες τοῦ ἡλίου, κατὰ τὸ δειλινὸ δηλαδή, εἶδε στὸν οὐρανὸ τὸ τρόπαιο τοῦ Σταυροῦ, ποὺ ἔγραφε «τούτῳ νίκα». Καὶ ἐνῶ προσπαθοῦσε νὰ κατανοήσει τὴ σημασία αὐτοῦ τοῦ μυστηριακοῦ θεάματος, τὸν κατέλαβε ἡ νύχτα. Τότε ἐμφανίζεται ὁ Κύριος στὸν ὕπνο του μαζὶ μὲ τὸ σύμβολο τοῦ Σταυροῦ καὶ τὸν προέτρεψε νὰ κατασκευάσει ἀπομίμηση αὐτοῦ καὶ νὰ τὸ χρησιμοποιεῖ ὡς φυλακτήριο στοὺς πολέμους.
Ἔχοντας ὡς σημαία του τὸ Χριστιανικὸ λάβαρο, ἀρχίζει νὰ προελαύνει πρὸς τὴν Ρώμη ἐκμηδενίζοντας κάθε ἀντίσταση.
Ὅταν φθάνει στὴ Ρώμη ἐνδιαφέρεται γιὰ τοὺς Χριστιανοὺς τῆς πόλεως. Ὅμως τὸ ἐνδιαφέρον του δὲν περιορίζεται μόνο σὲ αὐτούς. Πολὺ σύντομα πληροφορεῖται γιὰ τὴν πενιχρὴ κατάσταση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀφρικῆς καὶ ἐνισχύει ἀπὸ τὸ δημόσιο ταμεῖο τὰ ἔργα διακονίας αὐτῆς.
Τὸ Φεβρουάριο τοῦ 313 μ.Χ., στὰ Μεδιόλανα, ὅπου γίνεται ὁ γάμος τοῦ Λικινίου μὲ τὴν Κωνσταντία, ἀδελφὴ τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, ἐπέρχεται μιὰ ἱστορικὴ συμφωνία μεταξὺ τῶν δύο ἀνδρῶν ποὺ καθιερώνει τὴν ἀρχὴ τῆς ἀνεξιθρησκείας.
Τὰ προβλήματα ποὺ εἶχε νὰ ἀντιμετωπίσει ὁ Μέγας Κωνσταντίνος ἦσαν πολλά. Ἡ αἱρετικὴ διδασκαλία τοῦ Ἀρείου, πρεσβυτέρου τῆς Ἀλεξανδρινῆς Ἐκκλησίας, ἦλθε νὰ ταράξει τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ διδασκαλία αὐτή, ποὺ ὀνομάσθηκε ἀρειανισμός, κατέλυε οὐσιαστικὰ τὸ δόγμα τῆς Τριαδικότητας τοῦ Θεοῦ.
Μόλις ὁ Μέγας Κωνσταντίνος πληροφορήθηκε τὰ ὅσα θλιβερὰ συνέβαιναν στὴν Ἀλεξάνδρεια, ἀπέστειλε μὲ τὸν πνευματικό του σύμβουλο Ὅσιο, Ἐπίσκοπο Κορδούης τῆς Ἰσπανίας, ἐπιστολὴ στὸν Ἐπίσκοπο Ἀλεξανδρείας Ἀλέξανδρο (313 – 328 μ.Χ.) καὶ τὸν Ἄρειο. Ἡ προσπάθεια ἐπιλύσεως τοῦ θέματος δὲν εὐδοκίμησε. Ἔτσι ἀποφασίσθηκε ἡ σύγκλιση τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου στὴ Νίκαια τῆς Βιθυνίας τὸ 325 μ.Χ.
Ἡ περιγραφὴ τῆς ἐναρκτήριας τελετῆς ἀπὸ τὸν ἱστορικὸ Εὐσέβιο εἶναι ὁμολογουμένως ἐνδιαφέρουσα. Στὸ μεσαῖο οἶκο τῶν ἀνακτόρων εἶχαν προσέλθει ὅλοι οἱ σύνεδροι. Ἐπικρατοῦσε ἀπόλυτη σιγὴ καὶ ὅλοι περίμεναν τὴν εἴσοδο τοῦ αὐτοκράτορος, τὸν ὁποῖο οἱ περισσότεροι θὰ ἔβλεπαν γιὰ πρώτη φορά. Ὁ Κωνσταντίνος εἰσῆλθε ταπεινά, μὲ σεμνότητα καὶ πραότητα. Στὴν ὁμιλία του πρὸς τὴ Σύνοδο χαρακτηρίζει τὶς ἐνδοεκκλησιαστικὲς συγκρούσεις ὡς τὸ μεγαλύτερο δεινὸ καὶ ἀπὸ τοὺς πολέμους. Ὁ λόγος του ὑπῆρξε εὐθὺς καὶ σαφής. Δὲν ἤθελε νὰ ἀσχοληθεῖ παρὰ μονάχα μὲ θέματα ποὺ ἀφοροῦσαν στὴν ὀρθοτόμηση τῆς πίστεως. Ἡ κρίσιμη φράση του, «περὶ τῆς πίστεως σπουδάσωμεν», διασώζεται σχεδὸν ἀπὸ ὅλους τοὺς ἱστορικοὺς συγγραφεῖς.
Μετὰ τὸ πέρας τῶν ἐργασιῶν τῆς Συνόδου ὁ αὐτοκράτορας ἀνέλαβε πρωτοβουλίες γιὰ τὴν ἑδραίωση τῶν ἀποφάσεών της. Ἀπέστειλε ἐγκύκλιο ἐπιστολὴ πρὸς τὴν Ἐκκλησία τῆς Αἰγύπτου, Λιβύης, Πενταπόλεως, Ἀλεξανδρείας, στὴν ὁποία γνωστοποιεῖ τὶς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου. Ὁ ἴδιος γνωστοποιεῖ πρὸς ὅλη τὴν ἐπικράτεια τῆς αὐτοκρατορίας τὴν καταδίκη τοῦ Ἀρείου καὶ ἀπαγορεύει τὴν ἀπόκτηση καὶ τὴν ἀπόκρυψη τῶν συγγραμμάτων του. Ἡ πιὸ ἐντυπωσιακή του ὅμως ἐνέργεια εἶναι ἡ ἐπιστολή του πρὸς τὸν Ἄρειο. Ἐπιτιμᾶ τὸν αἱρεσιάρχη καὶ τὸν καταδικάζει μὲ αὐστηρότητα γιὰ τὶς κακοδοξίες του.
Ὅμως περὶ τὰ τέλη του 327 μ.Χ. ὁ Μέγας Κωνσταντίνος καλεῖ τὸν Ἄρειο στὰ ἀνάκτορα. Ὁ αἱρεσιάρχης φυσικὰ δὲν χάνει τὴν εὐκαιρία καὶ ὑποβάλλει μία ὁμολογία γεμάτη ἀπὸ ἔντεχνες θεολογικὲς ἀνακρίβειες, πείθοντας μάλιστα τὸν Μέγα Κωνσταντίνο ὅτι αὐτὴ δὲν διαφέρει οὐσιαστικὰ ἀπὸ ὅσα εἶχε ἀποφασίσει ἡ Α’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος. Τελικὰ ὁ αὐτοκράτορας συγκαλεῖ νέα Σύνοδο, τὸ Νοέμβριο τοῦ 327 μ.Χ., ἡ ὁποία ἀνακαλεῖ τὸν Ἄρειο ἀπὸ τὴν ἐξορία καὶ ἀποκαθιστᾶ τοὺς ἐξόριστους Ἐπισκόπους Νικομηδείας Εὐσέβιο καὶ Νικαίας Θεόγνιο. Ἡ ἀνάκληση τοῦ Ἀρείου καὶ ἡ ἀποκατάσταση τῶν περὶ αὐτῶν πυροδότησε νέες ἔριδες στοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Ἐπίσκοπος Ἀλεξανδρείας Ἀλέξανδρος καὶ στὴν συνέχεια ὁ διάδοχός του Μέγας Ἀθανάσιος ἀρνοῦνται νὰ δεχθοῦν τὸν Ἄρειο στὴν Ἀλεξάνδρεια. Ὁ Μέγας Κωνσταντίνος ἀπειλεῖ μὲ καθαίρεση τὸν Μέγα Ἀθανάσιο, ἐνῶ σὲ Σύνοδο ποὺ συνῆλθε στὴν Ἀντιόχεια τὸ 330 μ.Χ. καθαιρεῖται καὶ ἐξορίζεται ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς ὁ Ἅγιος Εὐστάθιος, Ἐπίσκοπος Ἀντιοχείας († 21 Φεβρουαρίου). Ἡ Σύνοδος τῆς Τύρου τῆς Συρίας, ποὺ συνῆλθε τὸ 335 μ.Χ., καταδικάζει ἐρήμην μὲ τὴν ποινὴ τῆς καθαιρέσεως τὸν Μέγα Ἀθανάσιο, ὁ ὁποῖος φεύγει, γιὰ νὰ συναντήσει τὸν Μέγα Κωνσταντίνο.
Εἶναι γεγονὸς πὼς ὁ Μέγας Κωνσταντίνος δὲν ἔδειξε νὰ ἀποδέχεται τὸ αἴτημα τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου γιὰ ἀκρόαση. Πείσθηκε ὅμως νὰ τὸν ἀκούσει, ὅταν ὁ Μέγας Ἀθανάσιος τοῦ ἀπηύθυνε τὴν ρήση: «Δικάσει Κύριος ἀνὰ μέσον ἐμοῦ καὶ σοῦ». Ὁ Μέγας Κωνσταντίνος κατενόησε τὴν κατάφωρη ἀδικία καὶ τὶς ἄθλιες μεθοδεύσεις σὲ βάρος τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου καὶ ἔκανε δεκτὸ τὸ αἴτημά του νὰ προσκληθοῦν ὅλοι οἱ συνοδικοὶ τῆς Τύρου καὶ ἡ διαδικασία νὰ λάβει χώρα ἐνώπιόν του.
Ὁ Εὐσέβιος Νικομηδείας ἀγνόησε τὴν αὐτοκρατορικὴ ἐντολή. Πῆρε μόνο ἐλάχιστους ἀπὸ τοὺς συνοδικοὺς καὶ ἐμφανίσθηκε στὸν αὐτοκράτορα. Ξέχασε ὅλες τὶς ὑπόλοιπες κατηγορίες καὶ γιὰ πρώτη φορὰ ἔθεσε τὸ θέμα τῆς δῆθεν παρακωλύσεως τῆς ἀποστολῆς σιταριοῦ πρὸς τὴν Βασιλεύουσα. Ὁ αὐτοκράτορας ἐξοργίζεται καὶ ἐξορίζει τὸν Μέγα Ἀθανάσιο στὰ Τρέβιρα τῆς Γαλλίας. Παρὰ ταῦτα δὲν ἐπικυρώνει τὴν ἀπόφαση τῆς Συνόδου τῆς Τύρου γιὰ καθαίρεση καὶ οὔτε διατάσσει τὴν ἀναπλήρωση τοῦ ἐπισκοπικοῦ θρόνου τῆς Ἀλεξάνδρειας.
Ἡ τελευταία περίοδος τῆς ζωῆς τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου εἶναι αὐτὴ ποὺ τὸν καταξιώνει στὴν ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση καὶ τὸν ὁδηγεῖ στὸ ἀπόγειο τῆς πνευματικῆς του πορείας. Ὁ Ἅγιος, κατὰ τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 337 μ.Χ., αἰσθάνεται τὰ πρῶτα σοβαρὰ συμπτώματα κάποιας ἀσθένειας. Οἱ πηγὲς μᾶς πληροφοροῦν πὼς ὁ Μέγας Κωνσταντίνος κατέφυγε σὲ ἰαματικὰ λουτρά. Βλέποντας ὅμως τὴν ὑγεία του νὰ ἐπιδεινώνεται θεώρησε σκόπιμο νὰ μεταβεῖ στὴν πόλη Ἑλενόπολη τῆς Βιθυνίας, ποὺ εἶχε ὀνομασθεῖ ἔτσι λόγῳ τῆς Ἁγίας μητέρας του. Ἐκεῖ παρέμεινε στὸ ναὸ τῶν Μαρτύρων, ὅπου ἀνέπεμπε ἱκετήριες εὐχὲς καὶ λιτανεῖες πρὸς τὸν Θεό. Ὁ Μέγας Κωνσταντίνος ἀντιλαμβάνεται πὼς ἡ ἐπίγεια ζωή του πλησιάζει στὸ τέλος της. Ἡ μνήμη τοῦ θανάτου καλλιεργεῖται στὴν καρδιά του καὶ τὸν ὁδηγεῖ στὸ μυστήριο τῆς μετάνοιας καὶ τοῦ βαπτίσματος. Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ καταφεύγει σὲ κάποιο προάστιο τῆς Νικομήδειας, συγκαλεῖ τοὺς Ἐπισκόπους καὶ τοὺς ἀπευθύνει τὸν ἑξῆς λόγο: «Αὐτὸς ἦταν ὁ καιρὸς ποὺ προσδοκοῦσα ἀπὸ παλιὰ καὶ διψοῦσα καὶ εὐχόμουν νὰ καταξιωθῶ τῆς ἐν Θεῷ σωτηρίας. Ἦλθε ἡ ὥρα νὰ ἀπολαύσουμε καὶ ἐμεῖς τὴν ἀθανατοποιὸ σφραγίδα, ἦλθε ἡ ὥρα νὰ συμμετάσχουμε στὸ σωτήριο σφράγισμα, πρᾶγμα ποὺ κάποτε ἐπιθυμοῦσα νὰ κάνω στὰ ρεῖθρα τοῦ Ἰορδάνου, στὰ ὁποῖα, ὅπως παραδίδεται, ὁ Σωτήρας μας ἔλαβε τὸ βάπτισμα εἰς ἡμέτερον τύπον. Ὁ Θεὸς ὅμως, ποὺ γνωρίζει τὸ συμφέρον, μᾶς ἀξιώνει νὰ λάβουμε τὸ βάπτισμα ἐδῶ. Ἂς μὴν ὑπάρχει λοιπὸν καμία ἀμφιβολία. Γιατὶ καὶ ἐὰν ἀκόμη εἶναι θέλημα τοῦ Κυρίου τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου νὰ συνεχισθεῖ ἡ ἐπίγεια ζωή μας καὶ νὰ συνυπάρχω μὲ τὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ, θὰ πλαισιώσω τὴ ζωή μου μὲ ὅλους ἐκείνους τοὺς κανόνες ποὺ ἁρμόζουν στὸν Θεὸ».
Μετὰ τὸ βάπτισμα ὁ Ἅγιος Κωνσταντίνος δὲν ξαναφόρεσε τὸν αὐτοκρατορικὸ χιτώνα, ἀλλὰ παρέμεινε ἐνδεδυμένος μὲ τὸ λευκὸ ἔνδυμα τοῦ βαπτίσματος, μέχρι τὴν ἡμέρα τῆς κοιμήσεώς του τὸ 337 μ.Χ. Ἦταν ἡ ἡμέρα ἑορτασμοῦ τῆς Πεντηκοστῆς, γράφει ὁ ἱστορικὸς Εὐσέβιος.
Εἶναι χαρακτηριστικὸς ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο περιγράφει ὁ Εὐσέβιος τὰ γεγονότα, τὰ ὁποῖα ἀκολούθησαν τὴν κοίμηση τοῦ Ἁγίου. Ὅλοι οἱ σωματοφύλακες τοῦ αὐτοκράτορα, ἀφοῦ ἔσχισαν τὰ ροῦχα τους καὶ ἔπεσαν στὸ ἔδαφος, ἔκλαιγαν καὶ φώναζαν δυνατά, σὰν νὰ μὴν ἔχαναν τὸ βασιλέα τους, ἀλλὰ τὸν πατέρα τους. Οἱ ταξίαρχοι καὶ οἱ λοχαγοὶ ἔκλαιγαν τὸν εὐεργέτη τους. Οἱ δῆμοι ἦσαν λυπημένοι καὶ κάθε κάτοικος τῆς Κωνσταντινουπόλεως πενθοῦσε, σὰν νὰ ἔχανε τὸ κοινὸ ἀγαθό.
Ἀφοῦ οἱ στρατιωτικοὶ τοποθέτησαν τὸ σκήνωμα τοῦ Ἁγίου σὲ χρυσὴ λάρνακα, τὸ μετέφεραν στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ τὸ ἐναπέθεσαν σὲ βάθρο στὸν βασιλικὸ οἶκο. Τὸ ἱερὸ λείψανό του ἐνταφιάσθηκε στὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων.
Δίκαια ἡ ἱστορία τὸν ὀνόμασε Μέγα καὶ ἡ Ἐκκλησία Ἰσαπόστολο.
Ἡ Ἁγία Ἑλένη γεννήθηκε στὸ Δρέπανο τῆς Βιθυνίας τῆς Μικρᾶς Ἀσίας περὶ τὸ 247 μ.Χ. Φαίνεται ὅτι ἦταν ταπεινῆς καταγωγῆς. Στὴν ἱστοριογραφία ὑπάρχει σχετικὴ διχογνωμία ὡς πρὸς τὸ ἂν ἡ μητέρα τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου ὑπῆρξε σύζυγος ἢ νόμιμη παλλακίδα τοῦ Κωνσταντίου τοῦ Χλωροῦ.
Μεταξὺ τῶν ἐτῶν 274 – 288 μ.Χ. γέννησε στὴ Ναϊσὸ τῆς Μοισίας τὸν Κωνσταντίνο. Ὅταν, πέντε ἔτη ἀργότερα, ὁ Κωνσταντίνος Χλωρὸς ἔγινε Καίσαρας ἀπὸ τὸν Διοκλητιανό, ἀναγκάσθηκε νὰ τὴν ἀπομακρύνει, γιὰ νὰ συζευχθεῖ τὴ Θεοδώρα, θετὴ κόρη τοῦ αὐτοκράτορος Μαξιμιανοῦ, καὶ νὰ ἔχει ἔτσι τὸ συγγενικὸ ἐκεῖνο δεσμὸ, ὁ ὁποῖος θὰ ἐξασφάλιζε τὴ στερεότητα τοῦ διοκλητιανοῦ τετραρχικοῦ συστήματος. Παρὰ τὸ γεγονὸς αὐτὸ ὁ Μέγας Κωνσταντίνος τιμοῦσε ἰδιαίτερα τὴ μητέρα του. Τῆς ἀπένειμε τὸν τίτλο τῆς αὐγούστης, ἔθεσε τὴ μορφή της ἐπὶ νομισμάτων καὶ ἔδωσε τὸ ὄνομά της σὲ μία πόλη τῆς Βιθυνίας.
Ἡ Ἁγία ἔδειξε τὴν εὐσέβειά της μὲ πολλὲς εὐεργεσίες καὶ τὴν ἀνοικοδόμηση νέων Ἐκκλησιῶν στὴ Ρώμη (Τιμίου Σταυροῦ), στὴν Κωνσταντινούπολη (Ἁγίων Ἀποστόλων), στὴ Βηθλεὲμ (βασιλικὴ τῆς Γεννήσεως) καὶ ἐπὶ τοῦ Ὄρους τῶν Ἐλαιῶν (βασιλικὴ τῆς Γεθσημανῆ). Ἡ Ἁγία Ἑλένη πῆγε τὸ 326 μ.Χ. στὴν Ἱερουσαλὴμ, ὅπου «μὲ μέγαν κόπον καὶ πολλὴν ἔξοδον καὶ φοβερίσματα ηὗρεν τὸν τίμιον σταυρὸν καὶ τοὺς ἄλλους δύο σταυροὺς τῶν ληστῶν», ὅπως γράφει ὁ Κύπριος Χρονογράφος Λεόντιος Μαχαιρᾶς. Ἐπιστρέφοντας στὴν Κωνσταντινούπολη, ἕνα χρόνο μετὰ τὴν εὕρεση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ τοῦ Κυρίου, ἡ Ἁγία Ἑλένη πέρασε καὶ ἀπὸ τὴν Κύπρο.
Ἡ Ἑγία Ἑλένη κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη μᾶλλον τὸ 327 μ.Χ. σὲ ἡλικία ὀγδόντα ἐτῶν. Ὁ ἱστορικὸς Εὐσέβιος γράφει ὅτι ἡ Ἁγία προαισθάνθηκε τὸ θάνατό της καὶ μὲ διαθήκη ἄφησε τὴν περιουσία της στὸν υἱό της καὶ τοὺς ἐγγονούς της.
Ὅπως ἦταν φυσικὸ ὁ υἱός της μετέφερε τὸ τίμιο λείψανό της στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ τὴν ἐνταφίασε στὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων.
Ἡ Σύναξη αὐτῶν ἐτελεῖτο στὴ Μεγάλη Ἐκκλησία, στὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καὶ στὸν ἱερὸ ναὸ αὐτῶν στὴν κινστέρνα τοῦ Βώνου.Οἱ Βυζαντινοὶ τιμοῦσαν ἰδιαίτερα τὸν Μέγα Κωνσταντίνο καὶ τὴν Ἑγία Ἑλένη. Ἀπόδειξη τούτου ἀποτελεῖ τὸ γεγονὸς ὅτι κατὰ τὸ Μεσαίωνα ἦταν πολύ δημοφιλὴς στοὺς Βυζαντινοὺς ἡ ἀπεικόνιση τοῦ πρώτου Χριστιανοῦ βασιλέως μὲ τὴ μητέρα του, ποὺ κρατοῦσαν στὸ μέσον Σταυρὸ.
Ἡ παράδοση αὐτὴ διατηρεῖται μέχρι καὶ σήμερα μὲ τὰ κωνσταντινάτα.
Ἡ παράδοση αὐτὴ διατηρεῖται μέχρι καὶ σήμερα μὲ τὰ κωνσταντινάτα.