Του Πρωτ. Γεωργίου Ατσαλάκη
Γεν. Αρχιερατικού Επιτρόπου
Ι. Μητροπόλεως Πέτρας & Χερρονήσου
Αφού όλα αυτά ισχύουν για την Εκκλησία, πρέπει ως ιερείς να αναρωτηθούμε: Συμμετέχει ο κόσμος στη ζωή της Εκκλησίας; Πιστεύει ο κόσμος στη διδασκαλία της Εκκλησίας; Ζούνε οι Χριστιανοί, με την αγάπη του Χριστού; Δέχονται στην Εκκλησία, τη χάρη που έφερε στον κόσμο ο Χριστός; Γνωρίζουν αυτό που είπε ο Χριστός: «Εγώ ήρθα για να έχετε ζωή!» Ποια ζωή δίνει η Εκκλησία; Δεν είναι ασφαλώς η βιολογική ζωή. Αυτή τη δίνει ο Θεός σε όλους τους ζωντανούς οργανισμούς, ακόμη και στο Διάβολο. Κι όμως ο Χριστός είπε: «Εάν δεν φάτε το Σώμα και δεν πιείτε το Αίμα, του Υιού του Ανθρώπου, δεν μπορεί να έχετε μέσα σας, την αιώνια ζωή».
Φοβάμαι ότι σε όλα τα ερωτήματα- εκτός εξαιρέσεων- η απάντηση είναι αρνητική. Δύο είναι οι αδιαμφισβήτητες διαπιστώσεις για τους αγαπητούς μας χριστιανούς. Ότι λίγοι εκκλησιάζονται και λιγότεροι συμμετέχουν στο «Μυστήριο της ζωής», στη Θεία Κοινωνία. Πιστεύω, όχι από απιστία αλλά από αδιαφορία και ολιγοπιστία και πιο πολύ, από άγνοια.
Ο βαθύτερος βέβαια λόγος είναι, ότι η πίστη των πολλών ανθρώπων, είναι απελπιστικά «εγκεφαλική». Δεν είναι «καρδιακή». Δεν είναι «αγαπητική». Γι’ αυτό και δεν έχουν αισθανθεί ποτέ, όλες αυτές τις χαρές και τις ευλογίες, που δίνει η Εκκλησία. Δεν αγαπούν, ως Μητέρα τους πνευματική την Εκκλησία, γι’ αυτό και δεν αγαπούν τον Χριστό, ούτε τους φίλους του Χριστού, τους Αγίους.
Γνωρίζουν την Εκκλησία, σαν μια καταφυγή ορισμένων ανθρώπων, που προσφέρει με τα «κουραστικά» της κηρύγματα, λίγη βοήθεια στη συμπεριφορά των ανθρώπων και ικανοποιεί το «θρησκευτικό τους συναίσθημα». Τη γνωρίζουν με ένα τυπικό εκκλησιασμό, με μια μικρή φιλανθρωπία ή με μια οικονομική βοήθεια.
Ακόμη κι εκείνοι που πιστεύουν πιο πολύ, βολεύονται μ’ αυτή την πίστη. Οι ιερείς τους είναι ευχαριστημένοι, γιατί τους βοηθούν οικονομικά. Αυτοί έχουν τη συνείδηση τους ήσυχη, ότι εκτελούν τα «θρησκευτικά τους καθήκοντα». Και ο Θεός από τον ουρανό, που γι’ αυτούς παρακολουθεί τα πάντα- σαν χωροφύλακας!- πρέπει να τους χρωστάει ευγνωμοσύνη! Αυτό μου θυμίζει, αυτό που έλεγε κάποιος: «Δόξα τω Θεώ, που δεν υπάρχει Θεός και περνούμε ωραία!» Αλλά και το άλλο παρόμοιο: «Δόξα τω Θεώ, που κάθεται ψηλά στον ουρανό και δεν επεμβαίνει στη ζωή μας!»
Με όλες αυτές τις ορθολογιστικές για το Θεό αντιλήψεις, πώς είναι δυνατόν να εκκλησιάζονται οι άνθρωποι, να αγαπούν την Εκκλησία και να την αισθάνονται, ως πνευματική τους Μητέρα; Όταν μάλιστα κοινωνούν δυο με τρεις φορές το χρόνο, για ασφάλεια, χωρίς να αισθάνονται ουσιαστικά τίποτε και χωρίς να καταλαβαίνουν τα κηρύγματα των ιερέων, τα οποία θεωρούν, τόσο ανιαρά και ανούσια.
Υπάρχουν βέβαια κι εκείνοι, που δεν πιστεύουν στο Θεό. Αλλά υπάρχουν κι αυτοί που αμφιταλαντεύονται και σκέπτονται: «Κι αν υπάρχει Θεός, τι γίνεται στο τέλος; Καλύτερα να έχομε έστω και μια τυπική σχέση με το Θεό». Όπως υπάρχουν κι εκείνοι που τον αναζητούν, στις αρρώστιες τους, και στις δυσκολίες τους και μετά τον ξεχνούν.
Θέλω όμως να αναφερθώ, σε μια άλλη κατηγορία ανθρώπων, που πιστεύουν ότι είναι χριστιανοί, ότι πιστεύουν στο Θεό, αλλά δεν πάνε στην Εκκλησία, γιατί «φταίνε οι παπάδες». Οι παπάδες με τη φιλαργυρία τους, με τα ελαττώματα τους, με την ολιγοπιστία τους, με τα σκάνδαλα τους, με τον αναχρονισμό τους. Είναι αυτοί που πιστεύουν, ότι, «ο του βίου ναυαγός, του Υψίστου λειτουργός».
Έχουν απόλυτα δίκιο, αφού ταυτίζουν τους ιερείς με την Εκκλησία. Στην εκκλησία όμως, δεν ερχόμαστε να δούμε τους ιερείς, ούτε απλά για να προσευχηθούμε στο Θεό, ούτε για να «ακούσομε» τη Θεία Λειτουργία. Ερχόμαστε να συμμετάσχομε στη λατρευτική ζωή της Εκκλησίας. Στη Θεία Κοινωνία. Όταν μας ενδιαφέρει, η φωνή του ιερέως, τα άμφια του ιερέως, η καλοσύνη του ιερέως, η αυστηρότητα του ιερέως και δεν βλέπομε την Αγία Τράπεζα και δεν ακούμε τη φωνή του Χριστού: «Λάβετε Φάγετε. Τούτο εστί το σώμα μου», τότε είναι φυσικό, να μας φταίνε τα πάντα και οι πάντες: Οι ψάλτες, οι σύμβουλοι, τα παιδιά, τα μεγάφωνα και τόσα άλλα.
Κι όμως λέει ο Χρυσόστομος: « Όταν ακούς τα Δεσποτικά λόγια: «Τούτο εστί το Σώμα μου. Τούτο εστί το Αίμα μου», να μη βλέπεις τον ιερέα, αλλά τον ίδιο το Χριστό. Κι όταν σε κοινωνεί ο ιερέας, να έχεις την αίσθηση, ότι σε κοινωνεί ο Χριστός, όπως στον Μυστικό Δείπνο, κοινώνησε τους Αποστόλους. Ο ιερέας «δανείζει» το στόμα του στο Χριστό να μιλήσει. «Δανείζει» το χέρι του στο Χριστό να σε κοινωνήσει». Το Σώμα και το Αίμα που κοινωνείς, είναι απαράλλακτα το ίδιο Σώμα και Αίμα, που κοινώνησε ο Χριστός τους Αποστόλους στο Μυστικό Δείπνο.