22 Φεβ 2015

Αγαπώ άρα υπάρχω (Μέρος Στ΄)

Του Πρωτ. Γεωργίου Ατσαλάκη
Γεν. Αρχιερατικού Επιτρόπου
Ι. Μητροπόλεως Πέτρας & Χερρονήσου

Ο Γιωργής βέβαια ήταν ερωτευμένος με την Αρχόντω. Μυστικός ο έρωτας του αλλά δυνατός. Πάντα ήλπιζε ότι η Αρχόντω θα γίνει γυναίκα του. Τώρα καταλαβαίνει ότι την κοπέλα που τόσο θαύμαζε και αγαπούσε την παντρεύουν. «Ω τύχη και πρόνοια! Ω βουλαί ανθρώπων υποβολιμαίαι! Του Αχιτόφελ βουλαί!» Τι να σκεφθεί! Τι να πει; Πώς να αρθρώσει λόγο; Ήθελε ν’ αρχίσει να πει τα πάθη του τραγούδια.
Τα γλυκοχαράματα άρχισαν να κουβαλούν τα πράγματα   της νύφης στη βάρκα του Γιωργή. Σιγά-σιγά άρχισαν να έρχονται οι καλεσμένοι του γάμου που συνόδευαν τη νύφη. Σκεφτόταν να σηκωθεί… να τρέξει…Ν’ αρπάξει τη νύφη μέσα από τα χέρια τους. Η γριά μάνα της θα τον σκίσει με τα νύχια της…Αυτός θα την αρπάξει από το λαιμό να την πνίξει…Οι καλεσμένοι θα του ριχτούν…Αυτός θα τους κυνηγήσει…Οι γυναίκες θα βάλουν τις φωνές…Όμως δεν σηκώθηκε. Δεν έτρεξε. Δεν ήταν πια καιρός. Ο μικρός εφιάλτης τον είχε προδώσει.
Δεν ήταν πια ψέμα. Ήταν αλήθεια. Ο Γιωργής έπλεε με τη βάρκα του και μετέφερε την Αρχόντω που αγαπούσε, με τη μητέρα της και με το γαμπρό, την ώρα της αυγής. Τη μετέφερε στα χωριά του γαμπρού, στα σπίτια του και τα νοικοκυριά του.
Ο Γιωργής έβλεπε το γαμπρό και του φαινόταν σαν «όρνεο» που είχε έρθει από ξένο τόπο για να αρπάξει την περιστέρα του! Του ερχόταν να του πει: «παλαίβομε μπάρμπα;»
Του ερχόταν να συγχαρεί τη γριά μάνα της νύφης για το γάμο της, προσποιούμενος ότι πίστευε, ότι αυτή ήταν η νύφη, γιατί η ηλικία του γαμπρού ταίριαζε, για να είναι σχεδόν, πατέρας της νύφης. Του ερχόταν  να συγχαρεί τη νέα, γιατί μετά από τόσα χρόνια ορφάνιας, είχε αποχτήσει τάχα, δεύτερο πατέρα.
Έπειτα του ήρθε να πει στο γαμπρό, δείχνοντας τη θάλασσα: «Παραβγαίνομε στο κολύμπι;» Ο γαμπρός ήταν χερσαίος. Θα πήγαινε ως μολυβήθρα στο βυθό, με τα χωράφια του, με τα σπίτια του, με τα καλά του.
Ο αέρας δυνάμωνε. Μπορούσε να δυναμώσει αρκετά, ώστε ν’ αναποδογυρίσει τη βάρκα. Με μικρή ανεπιτηδειότητα του καπετάνιου στο τιμόνι, μ’ ελαφρά απροσεξία του Γιωργή στο πανί και όλα θα έπλεαν στη θάλασσα. Ο γαμπρός θα πήγαινε μολύβι στον πάτο, αθαλάσσωτος άνθρωπος. Τη γριά ας τη γλύτωνε ο καπετάνιος.  Ο Γιωργής θα γλύτωνε την Αρχόντω κολυμπώντας.
Ο Γιωργής μπορούσε με το χέρι του να βιάσει το πανί και με το πόδι του να βγάλει τον πύρο της βάρκας. Μ’ ένα χτύπημα του ποδιού του, μπορούσε να στείλει στον άλλο κόσμο τρεις ψυχές. Σκέφτηκε να μη βουλιάξει τη βάρκα, γιατί με βουλιαγμένη βάρκα σωθήκανε πολλοί, που δεν γνώριζαν κολύμπι. Με αναποδογυρισμένη όμως βάρκα, πολλοί και καλοί κολυμβητές χάθηκαν. Δεν θα βούλιαζε λοιπόν αλλά θα αναποδογύριζε τη βάρκα.
Θα έβλεπε ευχάριστο θέαμα. Τον καπετάνιο να κολυμπά σαν φώκια. Το γαμπρό να πηγαίνει στον πάτο της θάλασσας, χωρίς τα σπίτια του, χωρίς τα χωράφια του και τα υπάρχοντα του. Η γριά μόλις θα πρόφτανε να κάμει τον τελευταίο της σταυρό κι αυτός θα έπιανε   την Αρχόντω από το βραχίονα…από τη μασχάλη…και θα   έπλεε και θα κολυμπούσε μαζί της. Για μια φορά θα γινόταν  γλυκιά η πικρή και αλμυρή θάλασσα.
Έπλεε με το δεξί του χέρι και σφιχταγκάλιαζε τη νέα με το αριστερό. «Μη φοβάσαι αγάπη μου!» «Τώρα, τώρα, φτάσαμε ψυχή μου». «Ζαλίστηκες ψυχή μου; Όλα καλά τώρα. Δεν πνίγηκε κανείς, αφού γλύτωσες εσύ».
Θα έπεφταν αφανισμένοι, μισοπνιγμένοι, στάζοντες θάλασσα, πάνω στην άμμο. Αναπλασμένοι. Αναβαπτισμένοι. Νέος Αδάμ και νέα Εύα.  Με χιτώνες θαλασσοβρεγμένους, περισσότερο παρά γυμνοί.
«Εκεί στο βράχο είναι μια σπηλιά. Πήγαινε εκεί μέσα, αγαπημένη μου, να αλλάξεις. Να στεγνώσεις. Θα σου φέρω εγώ φύλλα απ’ όλα τα δέντρα του δάσους, αγάπη μου να σκεπαστείς».
Όμως,  αναποδογύρισε ο Γιωργής τη βάρκα; Έπνιξε τους επιβάτες; Έσωσε την Αρχόντω;  
Δεν την αναποδογύρισε! Δεν τους έπνιξε. Λίγο ακόμη ήθελε για να το κάμει αλλά, αυτό το λίγο έλειψε.
Την τελευταία στιγμή είδε νοερά οπτασία, εναέρια παλλόμενη, τη μορφή της μητέρας του. Τραβούσε τα μαλλιά της, έκλαιγε και του έλεγε: «Αχ παιδί μου! Τι είναι αυτό που πας να κάμεις;»
Έκαμε κρυφά το σημείο του σταυρού πάνω στην καρδιά του, από μέσα από το πουκάμισο του. Και είπε τρεις φορές το: «Κύριε Ιησού Χριστέ», που του το είχε μάθει, όταν ήταν μικρός η μητέρα του. Είπε: «Ας πάει η φτωχή να ζήσει με τον άντρα της. Με γεια της και με χαρά της»
Κατέστειλε το πάθος. Ηρέμησε έκλαψε και φάνηκε ήρωας στον έρωτα του. Έρωτα χριστιανικό, αγνό! Έρωτα  ανοχής και φιλανθρωπίας.

συνεχίζεται... 

ΙΣΤΟΛΟΓΙΑ ΜΕ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝ

Ορθόδοξος Συναξαριστής






ΠΩΣ ΘΑ ΜΑΣ ΒΡΕΙΤΕ (Ι. Ν. ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ, ΣΤΡ. ΚΟΡΑΚΑ 2)

ΧΑΡΤΗΣ ΕΠΙΣΚΕΠΤΩΝ ΑΠ' ΟΛΟ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ

ΔΕΙΤΕ ΤΗΝ ΩΡΑ ΣΕ ΚΑΘΕ ΓΩΝΙΑ ΤΟΥ ΠΛΑΝΗΤΗ

ΠΡΟΓΝΩΣΗ ΚΑΙΡΟΥ

Επιστροφή στην Αρχική Σελίδα