Πρωτ. Γεωργίου Ατσαλάκη
Γενικού Αρχιερατικού Επιτρόπου
Ι. Μητροπόλεως Πέτρας & Χερρονήσου
Διάβασα αυτό τον καιρό, ένα λόγο του Αρχιμ. Γαβριήλ Διονυσιάτη, μεγάλου πνευματικού Γέροντα του Αγίου Όρους. Λέγει σ’ ένα σημείο: Ο Ψαλμωδός λέγει: «Εγώ είπα, Θεοί εστέ και υιοί Υψίστου πάντες». Είστε θεοί και παιδιά του Υψίστου όλοι. Τούτο αρμόζει ως επί το πλείστον στους ιερείς του Θεού του Υψίστου, οι οποίοι ευρίσκονται μεταξύ Θεού και ανθρώπων. Μπροστά στο Θεό είναι άνθρωποι. Μπροστά στους ανθρώπους είναι θεοί. Μοιάζουν οι ιερείς με τα φυσικά νέφη που λέγονται «παρήλια» και είναι φωτοφόρα, γιατί βρίσκονται κοντά στον ήλιο. Αυτά αν τα συγκρίνεις με τον ήλιο, είναι νέφη. Αν τα συγκρίνεις όμως με τα άλλα νέφη, τα σκοτεινά, είναι ήλιοι.
Σ’ αυτά τα λόγια του Γέροντα, είδα την ιεροσύνη στα ύψη των αγγέλων και είδα τον εαυτό μου στα βάθη της γης. Είμαστε λοιπόν οι ιερείς απέναντι στο Θεό αμαρτωλοί άνθρωποι. Απέναντι στους ανθρώπους θεοί. Δηλ. η ιεροσύνη, μάς θέλει αγγέλους. Χωρίς πάθη, χωρίς σκοτάδι, χωρίς φρόνημα σαρκός. Μόνο φως, μόνο αγάπη, μόνο πνεύμα. Αναστέναξα, έστρεψα το βλέμμα μου στον ουρανό και είπα: «Θεέ μου! Πόσο δίκιο είχε ο Χρυσόστομος όταν έλεγε, ότι το έργο της ιεροσύνης ξεπερνά το έργο των αγγέλων και πόση άγνοια είχαμε εμείς, νέα και άπειρα παιδιά, την ώρα της χειροτονίας μας!
Θυμήθηκα το βιβλίο του Σώτου Χονδροπούλου: «Στον αγρό του Θερισμού». Αναφέρεται σ’ ένα ιερέα που θυσίασε την οικογένεια του, τη γυναίκα του και το μονάκριβο παιδί του, στο βωμό της ιεροσύνης. Δεν ενδιαφέρθηκε όσο έπρεπε γι’ αυτούς, γιατί μέρα νύχτα αγρυπνούσε κι εργαζόταν για την ενορία του. Για τη μεγάλη φτώχεια που μάστιζε τα πνευματικά του παιδιά, για τις ανίατες ασθένειες, για τα τρομερά πάθη, για τις φοβερές αμαρτίες.
Έμεινε μόνος. Χωρίς ένα άνθρωπο, να του βαστάζει πότε –πότε το σταυρό να ξεκουράζεται. Οι άνθρωποι τον αγαπούσαν αλλά κανείς δεν είχε τη δύναμη να τον βοηθήσει. Θεωρούσαν απόλυτα φυσιολογικό, να τον αφήνουν στη μοναξιά του. Κι αυτός δεν παραπονιόταν. Θυμόταν πάντα τα λόγια του Χριστού: «Τα πουλιά του ουρανού έχουν τις φωλιές τους, αλλά ο Υιός του ανθρώπου, δεν έχει πού να κλίνει το κεφάλι του».
Κι όμως ήθελε ένα δεύτερο άνθρωπο να του μιλήσει, αλλά δεν εύρισκε κανένα. Κι αυτοί που τον πλησίαζαν, τον πλησίαζαν τόσο ψεύτικά, χωρίς αληθινή αγάπη και με φτηνό υπολογισμό . Γι’ αυτό γρήγορα τους απομάκρυνε. Μόνος με το Θεό του! Γνώριζε τη μεγαλύτερη αλήθεια της ιεροσύνης: Τους ανθρώπους πρέπει να τους αγαπάς «έως θανάτου», αλλά να μην περιμένεις, ούτε αγάπη ούτε ευγνωμοσύνη απ’ αυτούς. Θα σε αμείψει ο Θεός, που σου χάρισε την ιεροσύνη.
Θεριά πανίσχυρα τα πάθη των ανθρώπων, υψώθηκαν εναντίον του Ιερέα και τον πολέμησαν. Συμφέροντα, κακίες, ζήλιες και φοβεροί εγωισμοί, ήταν το όνομα τους. Μέρα νύχτα τους μιλούσε για το Θεό. Μέρα νύχτα τους μιλούσε για την αγάπη. Κάθε μέρα έπεφτε κι ένα φρούριο της αθεΐας. Κάθε μέρα έλιωνε και σε μια καρδιά το μίσος και η κακία. Είχε μια δύναμη να σαγηνεύει τις ψυχές. Η δύναμη αυτή κρυβόταν στη φλεγόμενη καρδιά του και στα δακρυσμένα του μάτια.
Άπιστοι πίστεψαν. Εγκληματίες έκλαψαν μπροστά του. Πόρνες άλλαξαν ζωή. Φιλάργυροι έγιναν ελεήμονες. Μόνο μερικοί μεγάλοι εγωιστές και ωραιοπαθείς γυναίκες, έμειναν βυθισμένοι στα πάθη τους. Τον πλησίασαν πολλοί με κακία, με μίσος, με ζήλια και γυναίκες με πονηρές διαθέσεις. Σ’ όλες τις περιπτώσεις τον διαφύλαξε ο Θεός.
Στο τέλος όμως όλο το χωριό- εκτός ελάχιστων εξαιρέσεων- τον αγάπησε. Κυριολεκτικά τον λάτρεψε. Η αγωνία του ήταν όμως: Τους ανθρώπους να τους συνδέσει με το Θεό κι όχι με τον εαυτό του. Την ώρα που είχαν αλλάξει όλα στην ενορία του, προπάντων τα ήθη των ανθρώπων, πήρε εντολή από την Αρχιεπισκοπή να φύγει για τα σύνορα, εκεί όπου οι άνθρωποι ζούσαν και πέθαιναν, χωρίς την παρουσία της Εκκλησίας.
Σαν βόμβα ακούστηκε αυτή η είδηση. Συγκλόνισε όλους τους ανθρώπους. Έκλαψαν, πόνεσαν, διαμαρτυρήθηκαν. Τον παρακάλεσαν, αλλά εκείνος τους είπε, ότι «οφείλομε υπακοή στην Εκκλησία». Τους αποχαιρέτησε με δάκρυα. Όλο το χωριό τον συνόδευσε με βαθειά συγκίνηση. Τον πήγαν χιλιόμετρα μακριά με τα πόδια.
Εκείνος τους αποχαιρετούσε δακρυσμένος και τους ευλογούσε μ’ όλη τη δύναμη της ψυχής του. Άφηνε στο νεκροταφείο του χωριού τη γυναίκα του και το παιδί του και στην αγκαλιά του Θεού, μια ενορία με αγαπημένους ανθρώπους
Το βιβλίο τελειώνει με τα παρακάτω λόγια: «Τα παιδιά τον συνόδευσαν μέχρι το βράδυ. Όταν γύρισαν τα ρωτούσαν: «Ως πού τον επήγατε;» Ένα απ’ αυτά τους είπε: «Όταν μας άφησε κι έφυγε, ήταν βράδυ. Καθίσαμε στο νερόμυλο και κοιτάζαμε: Προχώρησε, μίκρυνε, έγινε σαν χελιδόνι. Και μονομιάς τον πήραν τα σύννεφα. Τον πήρε ο ουρανός».