Του κ. Στυλιανού Μπουραντά, Θεολόγου
Η
εκκλησιαστική ποίηση και υμνογραφία, ανάγει την αρχή της στους αποστολικούς
χρόνους. Έχουμε σαφείς μαρτυρίες για την ύπαρξη και χρήση ύμνων στους πρώιμους
χρόνους του χριστιανισμού, μολονότι πολλοί νεότεροι ερευνητές, πιστεύουν ότι οι
πρώτοι γνήσιοι ύμνοι χρονολογούνται στον 4ο αιώνα και ότι γεννήθηκαν
με την επίδραση τις συριακής υμνογραφίας. Στην επιστολή του Προς Εφεσίους (5,
18-19) ο Απόστολος Παύλος αναφέρει: «Μή μεθύσκεσθε οίνω, ἐν ω έστιν ασωτία,
αλλά πληρούσθε εν πνεύματι, λαλούντες εαυτοίς ψαλμοίς καὶ ύμνοις καὶ ωδαίς
πνευματικαίς, άδοντες καὶ ψάλλοντες τη καρδία υμών τω
Κυρίω».
Η συνήθεια αυτή της
ιερής υμνωδίας κατά τις συνάξεις, κληρονομήθηκε από τους Εβραίους στις πρώτες
χριστιανικές κοινότητες. Είναι βέβαιο ότι τους πρώτους ύμνους, αποτελούσαν
ρυθμικά χωρία της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης, κυρίως δε οι Ψαλμοί του Δαβίδ,
οι οποίοι αποτελούν μέχρι σήμερα κυρίαρχο στοιχείο στη χριστιανική λατρεία.
Ενδεικτικά
θα αναφέρουμε διάφορα χωρία της Καινής Διαθήκης, από το ευαγγέλιο του Λουκά,
όπου οι πρώτοι χριστιανοί χρησιμοποιούσαν ως ύμνους. Πολλά εξακολουθούν να
χρησιμοποιούνται και σήμερα, είτε αυτοτελώς, είτε ενσωματωμένα σε άλλα
υμνολογικά κείμενα: Η Αγία 'Ελισάβετ, η μητέρα του
Τιμίου Προδρόμου, όταν την επισκέφθηκε η Παρθένος Μαρία, είπε προς αυτήν: «Εὐλογημένη
σύ ἐν γυναιξί καί ευλογημένος ο καρπός της κοιλίας σου» (Λουκ. 1,42). Ο ύμνος
αυτός σώζεται και είναι
ενσωματωμένος σε τροπάριο της ευλογίας των άρτων.
Στους
λόγους αυτούς της 'Ελισάβετ, η Παρθένος Μαρία απήντησε: «Μεγαλύνει ἡ ψυχή μου
τόν Κύριον καί ηγαλλίασε τό πνεύμα μου επί τω Θεω τω Σωτηρι
μου, ότι επέβλεψεν επί τήν ταπείνωσιν της δούλης αυτού. 'Ιδού γάρ ἀπό τοῦ νῦν
μακαριοῦσι με πᾶσαι αἱ γενεαί. Ότι εποίησέ μοι μεγαλεία ο Δυνατός καί Άγιον το όνομα
αυτού…». (Λουκ. 1,46-55). Σήμερα αυτός ο ύμνος ακούγεται ως πρώτο μέρος της
στιχολογίας της Θ’ ωδής.
Ο ύμνος
των Αγγέλων κατά τη νύχτα της Γεννήσεως (Λουκ. 2, 14) «Δόξα εν υψίστοις Θεώ
καὶ επὶ γης ειρήνη εν ανθρώποις ευδοκία». Ο αγγελικός αυτός ύμνος, αποτελεί
σήμερα το προοίμιο της δοξολογίας του Όρθρου και του Εσπερινού.
Τα παραπάνω φυσικά δεν
είναι τα μόνα. Πλήθος ρυθμικών χωρίων από τα βιβλία της Καινής Διαθήκης, αλλά
και της Παλαιάς, χρησιμοποιούνται σταθερά στην υμνολογία της Εκκλησίας. Αξίζει
να αναφέρουμε ότι οι πρώτοι χριστιανοί, θέλησαν να δημιουργήσουν δική τους
υμνογραφία και ήδη στις αρχές του 2ου αιώνα, έχουμε μαρτυρία για την
ύπαρξη αντιφωνικών μελών. Ο Ρωμαίος έπαρχος της Βιθυνίας Πλίνιος ο νεώτερος,
αναφέρει σε επιστολή του το 112 μ. Χ. στον αυτοκράτορα Τραϊανό, ότι οι Χριστιανοί
συγκεντρώνονταν σε ορθρινές λατρευτικές συνάξεις, ψάλλοντας στον Χριστό
αντιφωνικούς ύμνους.
Μεταγενέστεροι
εκκλησιαστικοί συγγραφείς, όπως ο μέγας Βασίλειος, ο Ευσέβιος Καισαρείας, κ.α.
διασώζουν ονόματα αρχαίων υμνογράφων όπως τον Ιγνάτιο Αντιοχείας, τον Ιουστίνο
τον φιλόσοφο και μάρτυρα, τον Ιππόλυτο Ρώμης, τον μάρτυρα Αθηνογένη κ.α.
Από
τους αρχαιότερους ύμνους της Εκκλησίας, είναι ο λεγόμενος « Ύμνος του λυχνικού»
ή « Επιλύχνιος ευχαριστία», που ψάλλετε σήμερα στην ακολουθία του Εσπερινού και
είναι κατά την γνώμη των ειδικών, το μόνο κείμενο που μας δίνει την εικόνα του
τρόπου με τον οποίο έψαλαν οι χριστιανοί τους αρχαϊκούς ύμνους. Φαίνεται ότι το
κείμενο στην αρχική του μορφή, περιελάμβανε δύο πεντάστιχες στροφές και εφύμνιο
στο τέλος της καθεμιάς, κατά τον ακόλουθο τρόπο:
[ΨΑΛΤΗΣ]
Φως ιλαρόν αγίας δόξης
αθανάτου
Πατρός,
ουρανίου,
άγίου,
μάκαρος,
Ιησού Χριστέ.
[ΛΑΟΣ]
Ελθόντες
επί την ήλίου δύσιν,
ίδόντες
φως εσπερινόν
υμνούμεν
Πατέρα, Υίόν
και Άγιον
Πνεύμα, Θεόν.
[ΨΑΛΤΗΣ]
Άξιον σε εν πάσι καιροίς
υμνείσΘαι φωναίς αισίαις,
Υιέ Θεού, ζωήν
ο διδούς.
[ΛΑΟΣ]
Ελθόντες επί την ήλίου δύσιν,... κ.λπ.
Η ύπαρξη
του ύμνου αυτού μαρτυρείται ήδη από τον 4ο μ.Χ. αιώνα. Μάλιστα, ο Μέγας
Βασίλειος αναφέρεται στην ύπαρξή του και τον χαρακτηρίζει ως «αρχαίαν φωνήν». Η
σύνθεση του ύμνου αποδίδεται στον μάρτυρα Αθηνογένη, ο οποίος κατά την παράδοση
τον εκφώνησε την ώρα που τον οδηγούσαν στο μαρτύριο. Ο ύμνος με ποιητική
γλώσσα, απευθύνεται προς το Χριστό, τον οποίο και ονομάζει «Φως Ιλαρόν».
Τα
τελευταία χρόνια, βρέθηκαν σε όστρακα και πάπυρους, διάφοροι αρχαίοι ύμνοι, που
ψάλλονταν κατά τη θεία κοινωνία, γνωστοί ως «κοινωνικοί» ή «ευχαριστιακοί»
ύμνοι. Γραμμένοι σε γλώσσα απλή, εκφράζουν την ειλικρίνεια των αισθημάτων και
το αγνό φρόνημα της αρχαίας χριστιανικής κοινωνίας. Πιστεύεται ότι ο ψαλλόμενος
σήμερα κοινωνικός ύμνος, «Ποτήριον σωτηρίου λήψομαι και τὸ όνομα Κυρίου επικαλέσομαι», απηχεί αρχαιότατη
υμνογραφική παράδοση.
Στις «πεζές» μέρες που
ζούμε, η ποίηση και πολύ περισσότερο η εκκλησιαστική ποίηση και υμνογραφία, όχι απλώς
δεν αποτελεί παραφωνία, αλλά είναι η μόνη που μπορεί να μας φωτίσει, να μας
αναπαύσει, να μας παρηγορήσει, να μας αφυπνίσει και να μας οδηγήσει στο δρόμο
της αλήθειας. Ζωντανή και απαραίτητη, η εκκλησιαστική υμνογραφία, μας καλεί σε
προσευχή και δοξολογία, ικεσία και μετάνοια. Ας την ακολουθήσουμε…!
«Κύριε Ιησού Χριστέ,
πού είσαι το γλυκό φως
της αγίας δόξας του αθανάτου,
του ουρανίου, του αγίου,
του μακάριου Πατέρα σου,
τώρα πού φτάσαμε στη δύση του ήλιου
και είδαμε το εσπερινό φως,
υμνούμε τον Πατέρα, εσένα τον Υιό
και το Άγιο Πνεύμα, τον ένα Θεό.
Πρέπει σε κάθε ώρα και στιγμή
να σε υμνούμε με καθαρές ψυχές
και χαρούμενες φωνές, Υιέ Θεού,
γιατί εσύ δίνεις τη ζωή
και γι' αυτό ο κόσμος σε δοξάζει.»
Επιλύχνιος Ευχαριστία (Φως Ιλαρόν)