Του Πρωτ. Γεωργίου Ατσαλάκη
Γεν. Αρχιερ. Επιτρόπου Ι. Μητροπόλεως
Πέτρας & Χερρονήσου
Η γαλήνη
και η ευτυχία που ένιωσα κοντά στα αγαπημένα μου πρόσωπα, δεν κράτησε πολύ.
Ξαφνικά έζησα, ένα έντονο λογισμό. Σκέφτηκα τους ανθρώπους, που βρίσκονταν αυτή
την ώρα, έξω από το σπίτι τους. Σκέφτηκα τους ανθρώπους του χωριού μου, που μπορεί
να έτρεχαν στα βουνά για να σώσουν τα
ζώα τους από τη χιονιά. Σκέφτηκα τους ανθρώπους,
που μπορεί να βρίσκονταν στη θάλασσα και να κινδύνευε η ζωή τους.
Σκέφτηκα τους άρρωστους στα
νοσοκομεία. Σκέφτηκα τους μοναχικούς ανθρώπους, που δεν έχουν ένα άνθρωπο δίπλα
τους, να ανταλλάξουν μια κουβέντα. Σκέφτηκα τους φτωχούς, που δεν έχουν θέρμανση. Σκέφτηκα τα ορφανά παιδιά, που δεν
έχουν ψωμί. Σκέφτηκα τους πονεμένους ανθρώπους, που δεν μπορούν να κλειστούν
στους τέσσερις τοίχους, από τη στενοχώρια τους. Σκέφτηκα τους στρατιώτες στα
ορεινά φυλάκια της πατρίδας μου.
Και τότε, έσβησε η «ατομική» συνείδηση που είχα και γεννήθηκε η «συλλογική». Υποχώρησε το «άτομο» και γεννήθηκε το «πρόσωπο». Κλονίστηκε το «εγώ» και γεννήθηκε το «εμείς». Ήταν ευλογημένη ώρα. Ήταν μια
αποκάλυψη του Θεού. Ήταν η ώρα, που για πρώτη
φορά σκέφτηκα, να γίνω ιερέας! .
Εκείνη ακριβώς την ώρα, γύρω στα μεσάνυχτα,
χτύπησε κάποιος την πόρτα. Τρομάξαμε, γιατί τους χειμερινούς μήνες, έλειπαν οι
περισσότεροι κάτοικοι του χωριού. Μια φωνή ακούστηκε που παρακαλούσε να
ανοίξουμε. Ανοίξαμε και φάνηκε μια γυναίκα σε άθλια κατάσταση. Είχε έρθει από
την άλλη άκρη του χωριού και ζητούσε από τη μάνα μου να μείνει στο σπίτι μας,
γιατί το δικό της γέμισε νερά και φοβόταν ότι λόγω του χιονιού, από στιγμή σε
στιγμή, υπήρχε κίνδυνος να καταρρεύσει.
Η γυναίκα αυτή ήταν χήρα και
φτωχή. Είχε δυο παιδιά, αλλά τα είχαν πάρει στην Αμερική, να ζήσουν καλύτερα. Τα χρόνια ήταν δύσκολα σ’
ένα ορεινό χωριό. Η μητέρα μου βέβαια τη δέχτηκε με πολλή συγκίνηση, της έδωσε
ρούχα στεγνά και την κράτησε στο σπίτι, όσο καιρό κράτησε η κακοκαιρία. Μ’ αυτό
το περιστατικό, εκείνη τη νύχτα, ο Θεός σφράγισε τη νέα μου συνείδηση.
Ο θάνατος λοιπόν του ατομισμού,
που τα παιδιά του είναι ο εγωισμός, η αλαζονεία, η υπεροψία, η υπερηφάνεια, ο
ναρκισσισμός, η φιλαρέσκεια, η ωραιοπάθεια, η σκληρότητα και η αδιαφορία, όλα
δηλ. όσα νεκρώνουν την αγάπη, τη φιλανθρωπία, την ελεημοσύνη και την
αλληλεγγύη, γεννά «το πρόσωπο», την ανθρώπινη σχέση και επικοινωνία με τον άλλο
άνθρωπο. Τότε καταλαβαίνεις, γιατί ο «άλλος»
άνθρωπος, ονομάζεται «συν-άνθρωπος». Τότε κατανοείς τον λόγο που «συν-πάσχεις»,
«συν-πονείς» και «συν-χαίρεις» μαζί του. Αν αυτό το έργο, που τόσο πολύ επιδιώκει η εκκλησία, δεν είναι στοιχεία πολιτισμού, τότε να μας
πουν οι πολιτισμένοι, τι είναι;
Μειώνομε το έργο της εκκλησίας, ή
την αποστολή της, αν πούμε ότι σ’ αυτό το σημείο, προάγει τον αληθινό πολιτισμό;
Βγάζομε την εκκλησία έξω από τα όρια της, αν πούμε ότι καλλιεργώντας
την αγάπη σ’ ένα άνθρωπο, τον βοηθούμε να είναι πολιτισμένος; Τι χάνει η εκκλησία
από την Ανθρωπολογία της, τη Χριστολογία της, ή την Εκκλησιολογία της; Όταν
έρθει μια γυναίκα, πλημμυρισμένη από πόνο και βρει παρηγοριά με τη χάρη του
Θεού, ή ελευθερωθεί με την εξομολόγηση
από τον εφιάλτη του μίσους, ή από ένα πάθος, που διαλύει την οικογένεια της,
δεν συμβάλλει αυτό στην πρόοδο μιας κοινωνίας, αφού στην καρδιά του ανθρώπου, ζει
και πεθαίνει ο πολιτισμός;
Γιατί μας διαφεύγει το γεγονός,
ότι τα πρότυπα της εκκλησίας είναι οι άγιοι, η τελειότερη έκφραση του
ωραιότερου ανθρωπισμού; Υπάρχει πιο τέλειος ανθρωπισμός από την αγιότητα; Ο άγιος
τον πολιτισμό τον έχει στην καρδιά του και
τον ακτινοβολεί όπου βρεθεί.. Γι’ αυτό ο λαός, ο αλάθητος κριτής του πολιτισμού,
λέει. «Αυτός είναι άγιος» και εννοεί
τον πιο τέλειο και τον πιο καλό άνθρωπο. Ο πολιτισμός που δεν αγαπά τον άνθρωπο,
είναι επικίνδυνος, βάρβαρος και σατανικός.
Σήμερα λέμε, ότι ο κόσμος έχει
ανάγκη από «κοινωνικό ιστό», από
ιδέες και τρόπους ζωής που τον ενώνουν,
που δημιουργούν συνείδηση του «εμείς»
και όχι του «εγώ». Κι όμως πουθενά
αλλού, όσο στην εκκλησία, δεν διδάσκεται και δεν υπερτονίζεται τόσο, το «εμείς» και η «αγάπη» και μάλιστα «η αγάπη του πλησίον», του ανθρώπου που
είναι δίπλα μας, στη γειτονιά μας, στο χωριό μας, στην πολιτεία μας κι όχι η
αγάπη η «ανέξοδη», στην «αφηρημένη» ανθρωπότητα. Και το σπουδαιότερο
και έσχατο στοιχείο πολιτισμού, που αποτελεί
την ειδοποιό διαφορά της χριστιανικής αγάπης, είναι «η αγάπη των εχθρών»
Αναφέρομε, πρότυπο αυτής της αγάπης,
το Χριστό, που την ώρα της σταυρώσεως, συγχώρησε τους
σταυρωτές του. Τους μάρτυρες, που συγχωρούσαν τους δημίους τους την ώρα του
μαρτυρίου. Τους αγίους, που έμεινε παροιμιώδης
η ανεξικακία τους, με αποκορύφωμα στην εποχή μας τον Άγιο Νεκτάριο, που συγχωρούσε τους συκοφάντες του και τον Άγιο Διονύσιο
Ζακύνθου, που συγχώρησε το φονιά του
αδελφού του.
συνεχίζεται...