Του Πρωτ. Γεωργίου Ατσαλάκη
Γενικού Αρχιερ. Επιτρόπου Ι. Μ. Πέτρας & Χερρονήσου
Το σπουδαιότερο πρόβλημα στη ζωή μας, είναι να μισήσομε με «άμισο
μίσος» το κακό και να αγαπήσομε με
την «αγάπη του Χριστού» τον άνθρωπο.
Για να μπορούμε να διαχωρίσομε τον άνθρωπο από την αμαρτία του και να τον
αγαπήσομε, ως ζωντανή εικόνα του Θεού, πρέπει να έχομε στην ψυχή μας πολλή πίστη
και αγάπη. Μόνο
οι Άγιοι και όσοι ακολουθούν τα βήματα τους, μπορούν να δουν με «συμπονετική καρδιά» και με «σπλάχνα
οικτιρμών» τον άνθρωπο.
Ένας Μοναχός συναντά μια πόρνη γυναίκα, που τον
κοιτάζει με αναίδεια. Αυτός της φιλεί τα χέρια!
Εκείνη του λέει: «Γέροντα, δεν βλέπεις τα μάτια μου τι λένε; Δεν καταλαβαίνεις τι θέλω από σένα;» «Ναι»,
της λέει, «παιδί μου, προσκυνώ στο πρόσωπο
σου, την εικόνα του Θεού». «Μα δεν βλέπεις» του λέει «Γέροντα, «ότι αυτή
την εικόνα την έχω δώσει στην αμαρτία και την έχω κάμει εικόνα του διαβόλου;» «Ναι»,
της απαντά ο Γέροντας, «αλλά αν βρω στη λάσπη μια εικόνα του Χριστού, δεν θα την πετάξω. Θα προσπαθήσω να την καθαρίσω και θα την προσκυνήσω». Η
γυναίκα μετανόησε και άλλαξε ζωή. Ο Μοναχός δεν μίσησε την γυναίκα, όσο και αν
την ασχήμιζε η αμαρτία.
Ένα τέτοιο περιστατικό
περιγράφει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης: Φέρανε μια γυναίκα μοιχαλίδα οι Φαρισαίοι
στο Χριστό και του ζητούσαν να τη λιθοβολήσουν, σύμφωνα με το νόμο, γιατί είχε
συλληφθεί «δημοσία μοιχευομένη». Ήθελαν
με αυτό να παγιδεύσουν το Χριστό. Αν τους έλεγε να τη λιθοβολήσουν, θα του
έλεγαν, ότι αυτό είναι αντίθετο στη διδασκαλία του περί αγάπης. Αν τους έλεγε
να την αφήσουν, θα του λέγανε, ότι
παραβαίνει το Νόμο.
Τότε ο
Χριστός τους είπε: «Όποιος από εσάς δεν
έχει αμαρτίες, να ρίξει την πρώτη
πέτρα». Όλοι έσκυψαν το κεφάλι και άρχισαν να φεύγουν. Στο τέλος έμεινε ο
Χριστός με τη γυναίκα και της λέει: «Γυναίκα πού είναι οι κατήγοροι σου;» Εκείνη απαντά: «Ουδείς Κύριε». «Ούτε εγώ σε κατακρίνω», της λέγει. «Πήγαινε και μην αμαρτάνεις». Εδώ όχι μόνο δεν μισεί ο Χριστός την αμαρτωλή
γυναίκα, αλλά βοηθά τους κατηγόρους της να
συνειδητοποιήσουν, ότι η αμαρτία είναι καθολικό γεγονός.
Ο άνθρωπος που έχει στην ψυχή του το καλό και
τη χάρη του Θεού, αποκτά αθωότητα και ανεξικακία. Δεν υποπτεύεται εύκολα το κακό και
την απάτη. Πιστεύει τους ανθρώπους και
δεν κάνει γι’ αυτούς κακούς λογισμούς. Εμείς πιστεύομε, ότι αυτό είναι βλακεία.
Έχομε συνηθίσει να βλέπομε παντού το κακό, την πονηριά. Είμαστε για όλους
καχύποπτοι. Κάνομε κακούς λογισμούς.
Έχομε κακές φαντασίες. Μας φαίνονται όλα μαύρα και σκοτεινά, ύποπτα και
κίτρινα. Δεν εμπιστευόμαστε, ούτε τη μάνα που μας γέννησε. Ποιος όμως θα μας
προστατεύσει απ’ όλους αυτούς τους κινδύνους, αληθινούς ή φανταστικούς, αν δεν
μας σκεπάσει η χάρη του Θεού;
Πέντε
ληστές, αποφασίζουν να κλέψουν τους θησαυρούς, ενός γυναικείου μοναστηριού. Εικόνες,
σταυρούς, ευαγγέλια και άλλα κειμήλια. Οι Μοναχές, μόνο στην Παναγία
εμπιστεύονται τη ζωή τους, στην ερημιά
που βρίσκονται. Για να μπορέσουν να μπουν μέσα στο μοναστήρι τη νύχτα, ντύνεται ο αρχιληστής μοναχός και
επισκέπτεται νωρίς το μοναστήρι. Τους λέει ότι είναι ο μοναχός ενός μεγάλου
μοναστηριού κι αυτές τον δέχονται με πολλή χαρά. Σκοπός του είναι, να ανοίξει τη νύχτα που θα
κοιμηθούν οι μοναχές την πόρτα, να μπουν οι υπόλοιποι να το λεηλατήσουν.
Οι μοναχές θεώρησαν μεγάλη ευλογία την επίσκεψη του και
θεώρησαν ευλογία, να πιούν το νερό που του είχε απομείνει στο ποτήρι. Ήπιαν
όλες και έδωσαν και σε μια παράλυτη μοναχή και ήπιε. Η έκπληξη τους ήταν φοβερή, όταν είδαν
την άρρωστη μοναχή να σηκώνεται. Έτρεξαν και είπαν στον ληστή, ότι έγινε θαύμα
και ότι με το νερό που ήπιε από το ποτήρι του, θεραπεύτηκε η μοναχή. Εκείνος τάχασε,
κλονίστηκε και άρχισε να τρέμει.
Βγήκε έξω
και βρήκε τους άλλους ληστές να τον περιμένουν. Τους διηγήθηκε το θαύμα, συγκλονίστηκαν όλοι, μετανόησαν,
έκλαψαν και το θεώρησαν «σημείο του Θεού».
Όλοι μαζί πήγαν στο απέναντι βουνό και έχτισαν μοναστήρι, έγιναν μοναχοί και
έφτασαν σε μέτρα αγιότητας. Η Παναγία
είχε διαφυλάξει εκείνη τη νύχτα τις μοναχές, που από αθωότητα δεν κατάλαβαν τον ληστή και οι ληστές έπεσαν στα δίχτυα του Θεού.
Ποτέ δεν
ξέρομε, γιατί ένας άνθρωπος γίνεται ληστής, ένας άλλος
εγκληματίας, άλλος κλέφτης κι άλλος
φονιάς. Πίσω από μια πόρνη, υπάρχει ένας υπεύθυνος. Πίσω από ένα παιδί που κλέβει,
ένας ένοχος. Πίσω από ένα εγκληματία,
ένα ηθικός αυτουργός. Πίσω από κάθε άνθρωπο, υπάρχει μια αλυσίδα γεγονότων και
περιστατικών. Αν πάμε στον πρώτο κρίκο, θα βρούμε την πρώτη αιτία. Και τότε θα καταλάβομε, ότι όλοι αυτοί, ήταν κάποτε
καλοί και αγνοί άνθρωποι, που τους φέρθηκε σκληρά η ζωή. Η ζωή βέβαια, στα πρόσωπα κάποιων επιτήδειων, που δεν είχαν ούτε «αγάπη Χριστού», ούτε «φόβο
Θεού».