Του Πρωτ. Γεωργίου Ατσαλάκη
Γεν. Αρχιερατικού Επιτρόπου Ι. Μητροπόλεως
Πέτρας & Χερρονήσου
Σύμφωνα με
την παράδοση, ο Κύκνος, που γενικά δεν έχει καλή φωνή, όταν διαισθανθεί ότι θα
πεθάνει, κελαηδάει πολύ γλυκά. Αυτή είναι η επιθανάτια μελωδική κραυγή του
κύκνου. Μεταφορικά για τον άνθρωπο, «κύκνειο
άσμα» είναι, το τελευταίο πνευματικό
του έργο, πριν το θάνατο του. Για ένα
συγγραφέα, το τελευταίο του βιβλίο, για ένα ποιητή, το τελευταίο του ποίημα,
για ένα καλλιτέχνη, η τελευταία του δημιουργία.
Αυτή η
παράδοση, έχει κατά τη γνώμη μου πολλή ομοιότητα, με το Κελτικό παραμύθι, που
αναφέρει για τον Ντοστογιέφσκι, στο ομώνυμο βιβλίο του, ο Μιχάλης Μακράκης: «Υπάρχει ένας μύθος για κάποιο πουλί, που κελαηδεί μια φορά μονάχα στη ζωή του, πιο
γλυκά από κάθε άλλο πλάσμα πάνω στη γη. Από τη στιγμή που αφήνει τη φωλιά του,
ψάχνει για ένα δέντρο με αγκάθια και δεν ησυχάζει ώσπου να το βρει.
Τότε, την ώρα που τραγουδάει, ανάμεσα στ’
άγρια κλαδιά, καρφώνεται πάνω στο πιο μακρύ και αιχμηρό αγκάθι. Και καθώς
πεθαίνει, υψώνεται πάνω από την ίδια του την αγωνία, για να κελαηδήσει καλύτερα
από τον κορυδαλλό και το αηδόνι. Ένας θεσπέσιος ύμνος ακούγεται, με τίμημα την ύπαρξη του. Όμως ολόκληρη η
πλάση μένει ακίνητη ν’ αφουγκραστεί και ο Θεός από ψηλά χαμογελά».
Πιστεύω, ότι υπάρχει κάποια ώρα στη ζωή
ενός ιερέως, που πρέπει να πει, ένα
απέραντο ευχαριστώ στο Θεό για την ιεροσύνη του κι ένα απέραντο ευχαριστώ στους
ανθρώπους, για την αγάπη τους. Εγώ αποφάσισα να πω το ευχαριστώ στο Θεό,
μπροστά στους ανθρώπους και το ευχαριστώ στους ανθρώπους, μπροστά στο Θεό.
Αυτό δεν
γίνεται, γιατί διαισθάνομαι ότι πλησιάζει ο θάνατος μου, ούτε γιατί εδώ
τελειώνει η ιεροσύνη μου. Και ο θάνατος και η ιεροσύνη, βρίσκονται στα χέρια
του Θεού. Όσο θέλει Εκείνος κι όσο πρέπει για την Εκκλησία. Η ιεροσύνη ενός
ιερέως δεν έχει τέλος, αφού συνεχίζει να είναι ιερέας στο ουράνιο θυσιαστήριο
του Θεού και ο θάνατος του, είναι μια σταγόνα στον ωκεανό της αιωνιότητας.
Το δικό μου
«κύκνειο άσμα», αρχίζω να το γράφω
σήμερα. Μπορεί να διαρκέσει κάποιες ώρες, κάποιες μέρες, κάποιους μήνες ή
κάποια χρόνια. Αυτό εξαρτάται από την
πρόνοια και την ευσπλαχνία του Θεού. Το γράφω με τη μοναδική φιλοδοξία, ότι θα συγκινήσει τις καρδιές ορισμένων ανθρώπων, θα δώσει δύναμη σε κάποιους ιερείς
και κουράγιο σε πονεμένους και ταλαιπωρημένους ανθρώπους. Θέλω να δηλώσω από
την αρχή, ότι όσα θα γράψω, δεν είναι
από εγωισμό, ούτε από ταπεινολογία, ούτε από αισθήματα κατωτερότητας, ούτε από
ζήλεια, ούτε από εκδίκηση, ούτε από μελαγχολία.
Αποστράφηκα πάντα τους μεγάλους εγωισμούς.
Ασπάστηκα τον εγωισμό που λέγεται αξιοπρέπεια. Είδα στην ταπεινολογία τον πιο
ύπουλο και κρυφό εγωισμό. Τα αισθήματα κατωτερότητας, (κόμπλεξ)
τα ερμήνευσα με την αυτογνωσία. Δεν έτρεφα ποτέ για τον εαυτό μου ψευδαισθήσεις,
γι’ αυτό δεν παγιώθηκαν μέσα μου «ενοχικά
συμπλέγματα». Πίστευα στην παροιμία που λέει: «Να φαίνεσαι όσο είσαι και λιγάκι παρακάτω».
Η ζήλεια,
στα φυσικά όρια που τη ζούσα, δεν με κούρασε, ούτε δηλητηρίασε την ψυχή μου.
Έβλεπα από μικρό παιδί, με πολλή συμπάθεια, τα χαρίσματα των ανθρώπων. Την αρχή τα ερμήνευα ως φυσικά
χαρίσματα, αργότερα κατάλαβα, ότι είναι
χαρίσματα του Θεού και είναι αμαρτία να τα ζηλεύεις . Γι’ αυτό δεν ζήλεψα ποτέ
άλλους ιερείς για τα χαρίσματα τους. Το θεωρούσα μεγάλη αμαρτία και φοβόμουνα
ότι, αν δεν αποδεχόμουνα το χάρισμα τού άλλου ιερέως, μπορούσε να μου αφαιρέσει το δικό
μου ο Θεός. Αυτό δεν σημαίνει ότι ήμουνα τόσο σίγουρος για τον εαυτό μου, που δεν με διέφεραν τα χαρίσματα των άλλων,
αλλά είχα την «πεποίθηση», ότι σε κάθε
ιερέα, δίδει ένα ξεχωριστό χάρισμα ο Θεός.
Δεν γράφω
για να εκδικηθώ κανένα άνθρωπο, ούτε για να ταπεινώσω κάποιον. Γράφω μόνο από
την αγάπη που μου δίνει ο Χριστός για τους ανθρώπους και την εκκλησία. Θεωρώ
μεγάλη ευλογία, όταν καίει μέσα μου η φλόγα της αγάπης. Ενθουσιάζομαι, όταν
γίνεται πυρκαγιά. Μελαγχολώ, όταν καταλάβω ότι ελαττώνεται Νιώθω κατάθλιψη, όταν
αισθανθώ ότι παγώνει. Ντρέπομαι, όταν δεν μπορώ να αγαπήσω έναν άνθρωπο.
Το
τελευταίο που θέλω να πω, είναι ότι δεν
γράφω από μελαγχολία. Μπορώ να πω, ότι γράφω από χαρά. Πιστεύω ότι όσα έχω
γράψει μέχρι σήμερα, ήταν από χαρά. Από εκρήξεις χαράς. Καρδιακής βέβαια,
πνευματικής χαράς. Έχω γράψει και πολλά από πόνο. Ο πόνος και η χαρά, υπήρξαν
πιστοί σύντροφοι στη ζωή μου. Με μια διαφορά: Τον πόνο τον δημιουργούσα εγώ. Τη χαρά μου την έδινε ο Θεός. Τις μεγαλύτερες
χαρές, μου τις έδωσε ο Θεός.
Θέλω ακόμη
να διευκρινίσω, ότι υπήρξαν στη ζωή μου
μελανές σελίδες, δηλ. πόνοι, λάθη, αμαρτίες, ταπεινώσεις, αδικίες, ζήλειες,
κακίες. Αυτά δεν θα τα γράψω. Όχι γιατί ντρέπομαι, αλλά δεν ωφελούν σε τίποτε.
Σημασία έχει να βλέπεις τον ήλιο κι όχι
το σκοτάδι. Την άνοιξη κι όχι τη βαρυχειμωνιά. Το καλό κι όχι το κακό. Την
αγάπη κι όχι το μίσος. Τη ζωή κι όχι το θάνατο. Το Θεό κι όχι το διάβολο. Τον
Χριστό κι όχι τον Αντίχριστο. Όσο ψάχνεις τις κοπριές, θα βρίσκεις σκουλήκια.
Όσο ασχολείσαι με τα λουλούδια, θα
συναντάς αρώματα.
συνεχίζεται...