Του Πρωτ. Γεωργίου Ατσαλάκη
Γενικού Αρχιερατικού Επιτρόπου
Ι. Μητροπόλεως Πέτρας & Χερρονήσου
Ο
μαθητής τον οποίο αγαπούσε ο Ιησούς, δεν είναι άλλος, από τον ευαγγελιστή
Ιωάννη, ο οποίος και αναφέρει στο ευαγγέλιο του, αυτή την ονομασία για τον
εαυτό του. Όταν λέει: «ο μαθητής που τον
αγαπούσε ο Ιησούς», εννοεί πάντοτε τον εαυτό του. Είναι μια ιδιαίτερα
προσφιλής έκφραση στον Ιωάννη, που όμως δεν γνωρίζομε, από τα αγιογραφικά
κείμενα της εκκλησίας, για ποιο λόγο έχει την εντύπωση, ότι είναι ο αγαπημένος
μαθητής του Χριστού.
Εκείνο
που φαίνεται καθαρά στα ευαγγέλια, είναι ότι σε κάποιες περιπτώσεις,
καθοριστικής σημασίας για τον Ιησού, όπως στη Μεταμόρφωση στο Θαβώρ και στην προσευχή Του στη Γεθσημανή, τη νύχτα της
Μεγάλης Πέμπτης, ξεχωρίζει και παίρνει μαζί του, τρεις από τους
δώδεκα μαθητές του: Τον Πέτρο, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη. Υπάρχουν διάφορες ερμηνείες γι’ αυτή την επιλογή, πλην όμως,
πουθενά ο Χριστός δεν λέει, γιατί επιλέγει, τους τρεις αυτούς μαθητές.
Για
την περίπτωση όμως, του Ιωάννη του ευαγγελιστή, που περιγράφει τόσα θαυμαστά
γεγονότα από τη ζωή του Χριστού, πουθενά δεν διαφαίνεται, ο λόγος αυτής της
ιδιαίτερης αγάπης, που τονίζει ο Ιωάννης. Φαίνεται βέβαια, ότι αυτός ο τίτλος,
του «αγαπημένου μαθητή», δίνει
μεγάλη τιμή και χαρά στον Ιωάννη. Δεν είναι εγωιστική προβολή, αλλά ξεχείλισμα χαράς, ότι είναι εκείνος, που τον αγαπούσε
ο Χριστός, ο αγαπημένος του Δάσκαλος.
Είναι
ανθρώπινο, ο κάθε μαθητής που αγαπά το δάσκαλο του, να θέλει να είναι, ο πιο
αγαπημένος του μαθητής. Ο Ιωάννης όμως ξέρει, ότι ο Χριστός, ως Θεός, γνωρίζει
τα βάθη της καρδιάς του ανθρώπου και δεν μπορεί
να λέει με τόση βεβαιότητα, ότι τον αγαπούσε ο Ιησούς. Αν έλεγε ότι, «εγώ είμαι ο μαθητής, που αγαπούσα πολύ τον Ιησού», θα λέγαμε ότι εκφράζει την
αγάπη, που είχε στο Χριστό. Η βεβαιότητα του όμως, ότι «είναι ο αγαπημένος μαθητής του Χριστού», δεν αφήνει περιθώρια
παρερμηνείας. Η Εκκλησία το δέχεται αυτό και ψάλλει στη γιορτή του: «απόστολε, Χριστώ τω Θεώ, ηγαπημένε».
Την απάντηση μας
την δίνει, ο ίδιος ο Ιωάννης, στο
ευαγγέλιο του, στις τρεις καθολικές επιστολές που έγραψε και στην Αποκάλυψη.
Παντού φαίνεται, η φλεγόμενη από αγάπη για το Θεό και για τον άνθρωπο, ψυχή του
Ιωάννη. Για τον Ιωάννη, ο Θεός γίνεται άνθρωπος από αγάπη. Διδάσκει με αγάπη. Κάνει θαύματα από αγάπη. Σταυρώνεται από
αγάπη. Αναστήνεται από αγάπη. Δίνει το Σώμα του και το Αίμα του, για να ζήση ο
κόσμος, από αγάπη. Ιδρύει την εκκλησία
από αγάπη. Στέλνει το Πανάγιο Πνεύμα από
αγάπη.
Στις
Επιστολές του, θα τονίσει, ότι «ο Θεός είναι αγάπη». Ότι «όποιος αγαπά το Θεό, αγαπά και τον άνθρωπο»,
διαφορετικά λέει ψέματα. Κι όποιος
αγαπάει τον άνθρωπο, αγαπά και το
Αρχέτυπο του ανθρώπου, που είναι ο Θεός.
Για τον Ιωάννη, ο Θεός είναι η Ζωή, ο διάβολος είναι η κόλαση. Ο Θεός είναι η
αγάπη. Έξω από το Θεό, υπάρχει το μίσος. Ο Θεός είναι η Αλήθεια. Έξω από το Θεό,
υπάρχει το ψεύδος. Έξω από το Θεό, υπάρχει ο θάνατος.
Στην
Αποκάλυψη, με τα μύρια νοήματα και τις φοβερές αποκαλύψεις, για τη ζωή του
κόσμου και της Εκκλησίας, γίνεται ολοφάνερο, ότι «η ζωή πηγάζει από το Θεό». «Ο
κόσμος υπάρχει, επειδή υπάρχει ο Θεός». Ο άνθρωπος θα ζήσει αιώνια, ως
πνευματική υπόσταση, γιατί σταυρώθηκε και αναστήθηκε ο χριστός.
Με
λίγα λόγια, κάθε λέξη στον Ιωάννη, τονίζει και ερμηνεύει το Μυστήριο του Θεού και το
Μυστήριο του ανθρώπου. Το μυστήριο της ζωής και το μυστήριο της αγάπης.
Επειδή υπάρχει η αγάπη, συγκρατείται στην ύπαρξη ο κόσμος. Στην αγάπη του Θεού, οφείλει την ύπαρξη του ο άνθρωπος. Ο
Θεός για τον Ιωάννη, είναι ο Ήλιος, που ζωογονεί την κτίση και υπάρχει. Αυτό
σημαίνει, ότι ο Ιωάννης ήταν πραγματικά, «ο
μαθητής της αγάπης», της θυσίας, της ανεξικακίας.
Αυτός
πιο πολύ απ’ όλους μέχρι τότε, τόνισε την αγάπη του Χριστού, ως το μοναδικό κίνητρο,
που τον έφερε, ως Θεάνθρωπο, στον κόσμο. Τόνισε ότι, το μεγαλύτερο μυστήριο της ιστορίας, είναι ο σταυρός του Χριστού.
Σ’ αυτόν είδε, την αγάπη και τη φιλανθρωπία της Αγίας Τριάδος. Σ’ αυτόν είδε,
το μεγαλύτερο μυστήριο της ζωής. Σ’ αυτόν είδε, τη μεγαλύτερη φανέρωση της αγάπης
του Χριστού, για τον άνθρωπο.
Στα
βαθειά του γεράματα έλεγε: «Τεκνία μου
αγαπάτε αλλήλους». Παιδάκια μου, να έχετε αγάπη μεταξύ σας.
Δίκαια
λοιπόν ο Ιωάννης, ως μαθητής της αγάπης, υπήρξε ο πρώτος θεολόγος της
Εκκλησίας. «Πλήρης ων της αγάπης, πλήρης
γέγονε και της θεολογίας». Η αγάπη
για τον Ιωάννη, είναι θεολογία και η θεολογία, είναι αγάπη. Αυτά τα δυο δεν
χωρίζονται, στη ζωή της Εκκλησίας. Μ’ αυτή την έννοια ο Χριστός, αγαπούσε τον
Ιωάννη. Τον αγαπούσε, επειδή αγαπούσε πολύ το Θεό και πολύ τους ανθρώπους.
Αγαπούσε τον κάθε άνθρωπο, που αγαπά το Θεό και τους συνανθρώπους του. Που
αγαπά το Θεό και το προσφιλέστερο πλάσμα του Θεού: τον Άνθρωπο.