Του Πρωτ. Γεωργίου Ατσαλάκη
Γενικού Αρχιερατικού Επιτρόπου
Ι. Μητροπόλεως Πέτρας & Χερρονήσου
Μια μέρα η
Πρεσβυτέρα μου, μετά που γυρίσαμε στο σπίτι, ύστερα από ένα απογευματινό κήρυγμα, με παρακάλεσε να της εξηγήσω, ένα σημείο από την ομιλία μου.
Της είπα ότι είναι δύσκολο να το καταλάβει και μου είπε παραπονεμένη: «γιατί δεν μου λες και μένα να μάθω; άνθρωπος
είμαι κι εγώ!»
Συγκλονίστηκα
απ’ αυτά τα λόγια. Πόνεσα γιατί δεν ήθελα να την πικράνω ούτε να την απαξιώσω.
Τη θεωρώ ένα καλό άγγελο στη ζωή μου και τη συμβουλεύομαι σε πολλά θέματα. Πιστεύω
όμως, ότι την άγνοια της σε τέτοια θέματα, την αναπληρώνει η πίστη της, η
ταπείνωση και η ευλάβεια της.
Ήταν νύχτα.
Βγήκα στη βεράντα κι έμεινα μέχρι τα μεσάνυχτα. Μόνος μου κάτω από τον έναστρο ουρανό, «άκουσα και είδα» φωνές και πρόσωπα
ανθρώπων, που εκφράζουν το ίδιο παράπονο.
Άνθρωπος είμαι κι εγώ, λέει το φτωχό
παιδάκι, όταν βλέπει την απαξίωση του στο σχολείο. Όταν προσπαθεί να καταλάβει ένα μάθημα και
δεν το καταλαβαίνει. Όταν δεν έχει κανένα να το βοηθήσει στο σπίτι.
Όταν δεν μπορεί να φτάσει τους συμμαθητές του. Όταν για κάποια αιτία το
περιφρονούν. Δεν το θέλουν στο παιχνίδι τους. Δεν το θέλουν στην παρέα τους.
Άνθρωπος είμαι κι εγώ, λέει ο άρρωστος
στο νοσοκομείο, όταν νιώθει εγκαταλειμμένος. Όταν δεν έρχεται κανείς να τον
δει. Να του φέρει λίγα λουλούδια. Να του πει δυο λόγια συμπόνιας. Να αισθανθεί
ότι δεν είναι μόνος στη ζωή. ‘Ότι αξίζει κι αυτός κάτι. Ότι υπάρχουν άνθρωποι που τον αγαπούν.
Άνθρωπος είμαι κι εγώ, λέει ο ταπεινός
ιερέας, που δεν είναι καλλίφωνος. Που δεν έχει το χάρισμα του λόγου. Που δεν
κάνει κηρύγματα. Που δεν έχει τη μόρφωση των άλλων. Που οι άνθρωποι δεν τον
προτιμούν. Δεν τον θαυμάζουν. Δεν τον επαινούν. Δεν τον κολακεύουν. Κι όμως
επιτελεί με ταπείνωση και ευλάβεια το έργο του.
Άνθρωπος είμαι κι εγώ, λέει η γυναίκα που ψάχνει να βρει εργασία για να ζήσει τα
παιδιά της. Που την εκμεταλλεύονται όλοι «εν
ονόματι της κρίσης» και απαιτούν να τους αναγνωρίζει «ευγνωμοσύνη δια βίου» και να τους θεωρεί μεγάλους ευεργέτες της. Κι
όμως αυτή αγωνίζεται για να κρατήσει «αμίαντο»
το γάμο της και να μην αρνηθεί τις αρχές
της.
Άνθρωπος είμαι κι εγώ, λέει ο άνθρωπος
που σηκώνει το σταυρό του, τις ασθένειες του, τη φτώχεια του, τα προβλήματα των
παιδιών του, την ανεργία και την απομόνωση, τον αβάστακτο πόνο από τον θάνατο
ενός αγαπημένου του προσώπου και δεν
υπάρχει κανείς «κυρηναίος» να
σηκώσει το σταυρό του.
Άνθρωπος είμαι κι εγώ, λέει η Μάνα που
έχει ένα ανίατα άρρωστο παιδί, που δεν μπορεί να το βοηθήσει. Που ματώνει κάθε
μέρα η καρδιά της να το βλέπει να μαραίνεται, να στερείται τη χαρά, να μην
ανατέλλει γι’ αυτό ήλιος, να μη χαμογελά γι’ αυτό η ζωή. Ποιος θα κρατήσει για
λίγο το σταυρό της να ξεκουραστεί; Να μπορέσει να αναπνεύσει ελεύθερα. Δυστυχώς
κανείς!
Άνθρωπος είμαι κι εγώ, λέει ο νέος που
ψάχνει να βρει δουλειά. Που σπούδασε και
βλέπει τις σπουδές του να τινάζονται στον αέρα.
Άνθρωπος είμαι κι εγώ, λέει ο Πατέρας
που δεν βρίσκουν δουλειά τα παιδιά του.
Που τα βλέπει να στενοχωριούνται, να απογοητεύονται και να μισούν τη ζωή.
Άνθρωπος είμαι κι εγώ, λέει η κοπέλα
που δεν έχει σπίτια και πλούτη για να παντρευτεί. Που καταλαβαίνει ότι πέρασε ο
καιρός που ο έρωτας πάντρευε τους
ανθρώπους. Που θέλει με την αξία της να αρέσει σ’ ένα άνθρωπο. Να την αγαπήσει
για ό, τι είναι. Να δώσει την καρδιά της σ’ ένα άνθρωπο που θα την σεβαστεί και
θα την αγαπήσει, ως μητέρα των παιδιών του.
Άνθρωπος είμαι κι εγώ, λέει η νεαρή
γυναίκα, που θέλει να αποκτήσει ένα παιδάκι και δυσκολεύεται. Που θέλει να
ακούσει παιδικές φωνές και γέλια στο σπίτι της. Που θέλει να δώσει χαρά στους
δικούς της.
Άνθρωπος είμαι κι εγώ, λέει ο πατέρας
και η μάνα, που δεν βλέπουν τα παιδιά τους να παντρεύονται. Να δουν παιδιά των παιδιών τους. Να χαρούν κι αυτοί
και να ξεχάσουν για λίγο τις πικρίες της ζωής.
Οι φωνές
είναι άπειρες, όσοι είναι και οι άνθρωποι. Δεν θα λείψουν ποτέ από καμιά εποχή,
από καμιά κοινωνία. Αυτό δεν είναι λόγος απογοήτευσης ούτε απελπισίας. Το
Μυστήριο της ελευθερίας του ανθρώπου, σε συνάρτηση με την έλλειψη αγάπης και
δικαιοσύνης, χαράσσουν αυτή την πορεία. Είναι μεγάλη η ευθύνη μας και
ασυγχώρητη αμαρτία, όταν τον πόνο και το παράπονο, τα δημιουργούμε εμείς στους
συνανθρώπους μας.
Ασφαλώς σε
κάποιες περιπτώσεις, δεν μπορεί τίποτε
να κάμει ο άνθρωπος. Στις
περισσότερες όμως μπορεί. Όταν υπάρχει
θέληση, η αγάπη κάνει θαύματα. Προπάντων όμως, όταν τον άλλο άνθρωπο τον βλέπομε,
ως ζωντανή εικόνα του Θεού. Ως «εν σαρκί περιφερόμενο θεό». Ως μετά τον
Θεό, θεό μας. Μπορούμε να μην τον πικραίνομε ούτε να τον αφήνουμε να αισθάνεται ταπεινωμένος.