Του Πρωτ. Γεωργίου Ατσαλάκη
Γεν. Αρχιερατικού Επιτρόπου Ι. Μ. Πέτρας & Χερρονήσου
Αγαπώ άρα υπάρχω, είναι το κεντρικό νόημα του Ευαγγελίου και ολόκληρης της Καινής Διαθήκης. Υπερτονίζεται από τον Ευαγγελιστή Ιωάννη και τον Απόστολο Παύλο. Αρκεί να μελετήσει κανείς τις Καθολικές Επιστολές του Ιωάννου και το 13ο κεφάλαιο της Α προς Κορινθίους Επιστολής του Αποστόλου Παύλου. Θα επικεντρώσομε την προσοχή μας σε μερικά σημεία των Επιστολών του Ιωάννου και θα δούμε σε σύντομη ερμηνεία τον Ύμνο της Αγάπης, του Αποστόλου Παύλου. Στη συνέχεια μπορούμε να δούμε να κυριαρχεί ως ιδέα και τρόπος ζωής, το παραπάνω απόφθεγμα στη διδασκαλία της Εκκλησίας, στη Θεολογία των Πατέρων, στους Νηπτικούς Πατέρες της Ορθοδόξου Ανατολής, ακόμη και σε πολλούς συγγραφείς, όπως στον Ντοστογιέφσκυ και τον Παπαδιαμάντη.
Σε όλες βέβαια τις περιπτώσεις που θα αναφέρομε, η αγάπη προϋποθέτει τις δυο της εκφάνσεις: Αγάπη στο Θεό και αγάπη στον άνθρωπο. Το «αγαπάτε αλλήλους» ως βασική διδασκαλία του Χριστού και η Σταύρωση Του, ως η μεγαλύτερη φανέρωση της αγάπης Του, είναι ο πυρήνας που στηρίζεται ολόκληρη η Καινή Διαθήκη κι απ’ αυτήν αντλούν δύναμη, όλοι όσοι μιλούν από αγάπη στην Εκκλησία.
Αρχίζομε από την Α επιστολή του Ιωάννου, όπου βλέπομε την υπαρξιακή έννοια που δίνει ο Ιωάννης στην αγάπη: «Αγαπητοί μου, ας αγαπάμε ο ένας τον άλλο, γιατί η αγάπη προέρχεται από το Θεό. Όποιος αγαπάει, δείχνει ότι έχει αναγεννηθεί από το Θεό κι ότι γνωρίζει το Θεό. Όποιος δεν αγαπάει δεν γνώρισε το Θεό, γιατί ο Θεός είναι αγάπη. Έτσι αποδείχτηκε η αγάπη του Θεού για μας: Απέστειλε τον Υιό του τον Μονογενή στον κόσμο, για να μας χαρίσει τη νέα ζωή. Αυτό είναι το χαρακτηριστικό της αγάπης του Θεού. Όχι ότι εμείς τον αγαπήσαμε, αλλά ότι αυτός μας αγάπησε και έστειλε τον Υιό του να σταυρωθεί, για να μας ελευθερώσει από τις αμαρτίες μας. Αν ο Θεός έτσι μας αγάπησε, οφείλομε κι εμείς να αγαπάμε ο ένας τον άλλο».
«Ο Θεός είναι αγάπη κι όποιος ζει μέσα στην αγάπη, ζει μέσα στο Θεό κι ο Θεός μέσα σ’ αυτόν. Όποιος αγαπάει δεν φοβάται. Η τέλεια αγάπη διώχνει το φόβο, γιατί ο φόβος σχετίζεται, με την τιμωρία κι όποιος φοβάται την τιμωρία, δείχνει πως δεν έχει φτάσει στην τέλεια αγάπη. Εμείς αγαπάμε το Θεό, γιατί εκείνος πρώτος μας αγάπησε. Αν κάποιος πει «αγαπώ το Θεό», μισεί όμως τον αδελφό του, είναι ψεύτης. Γιατί πραγματικά, αυτός που δεν αγαπάει τον αδελφό του, τον οποίο βλέπει, πώς μπορεί να αγαπάει το Θεό, τον οποίο δεν βλέπει. Όποιος αγαπάει το Θεό πρέπει να αγαπάει και τον αδελφό του».
«Ο Θεός είναι φως και δεν υπάρχει σ’ αυτόν καθόλου σκοτάδι. Αν λοιπόν ισχυριστούμε πως έχομε κοινωνία με το Θεό, ενώ ζούμε στο σκοτάδι και τα έργα μας είναι σκοτεινά, λέμε ψέματα. Όποιος λέει ότι βρίσκεται στο φως αλλά μισεί τον αδελφό του, αυτός βρίσκεται ακόμη μέσα στο σκοτάδι. Όποιος αγαπάει τον αδελφό του, αυτός μένει σταθερά μέσα στο φως. Όποιος όμως μισεί τον αδελφό του, βρίσκεται στο σκοτάδι και δεν ξέρει πού πάει, γιατί το σκοτάδι έχει τυφλώσει τα μάτια του».
Θα δούμε τώρα σε ερμηνεία τον «Ύμνο της Αγάπης» του Αποστόλου Παύλου: «Ο Θεός τοποθέτησε στην Εκκλησία, πρώτον αποστόλους. Δεύτερον προφήτες. Τρίτον διδασκάλους. Έπειτα όρισε άλλους να κάνουν κάθε είδους θαύματα. Άλλους να έχουν το χάρισμα να θεραπεύουν αρρώστιες. Σε άλλους έδωσε χαρίσματα προστασίας των ορφανών, των χηρών, των πτωχών, των κάθε είδους ασθενών. Σε άλλους έδωσε χαρίσματα κυβερνήσεως και διοικήσεως των υποθέσεων της Εκκλησίας. Σε άλλους χαρίσματα να μιλούν διάφορες γλώσσες, για το κήρυγμα του ευαγγελίου στα έθνη. Στον καθένα έδωσε ο Θεός το δικό του χάρισμα.
Μήπως είναι όλοι απόστολοι; Μήπως είναι όλοι προφήτες; Μήπως είναι όλοι διδάσκαλοι; Μήπως έχουν όλοι χαρίσματα θαυματουργικά; Μήπως έχουν όλοι χαρίσματα να θεραπεύουν; Μήπως όλοι μιλούν γλώσσες; Μήπως όλοι έχουν το χάρισμα να διερμηνεύουν τις γλώσσες; Να επιδιώκετε με ζήλο τα χαρίσματα που φέρνουν μεγαλύτερη ωφέλεια, γιατί είναι τα ανώτερα χαρίσματα. Και σας δείχνω το δρόμο και το μέσον με το οποίο αποκτώνται τα καλύτερα χαρίσματα. Το μέσο αυτό είναι η αγάπη. Το μεγαλύτερο χάρισμα είναι η αγάπη.
συνεχίζεται...