Του κ. Μιχαήλ Τσακιράκη
Θεολόγου - Εκπαιδευτικού
Η Ανάσταση του Κυρίου μας είναι ανανέωση της ανθρώπινης φύσεως και του πρώτου Αδάμ που καταπόθηκε εξαιτίας της αμαρτίας από το θάνατο και παλινδρόμησε στη γη απ’ όπου πλάστηκε αναζώωση και ανάπλαση και επάνοδος στη αθανασία! Όπως λοιπόν κανείς δεν τον είδε όταν γεννήθηκε αφού πλάστηκε και πήρε ζωή πρώτος αυτός και έπειτα τον είδε μια γυναίκα, η Εύα έτσι και τον δεύτερο Αδάμ, τον Κύριο, όταν αναστήθηκε εκ νεκρών κανείς δεν τον είδε αφού δεν παρευρίσκονταν κανείς δικός Του κι οι στρατιώτες που φύλασσαν το μνήμα ταραγμένοι από φόβο έγιναν σα νεκροί κι έτσι μετά την Ανάσταση πρώτη Τον είδε μια γυναίκα, η Παναγία.
Και γιατί τότε λέει ο Ευαγγελιστής ότι πρώτα εμφανίστηκε στη Μαρία τη Μαγδαληνή; Αυτή η Μαρία ξαναήρθε μαζί με τις άλλες Μυροφόρες και αφού είδε τον τάφο Του αδειανό απήλθε. Άρα ο Χριστός αναστήθηκε πολύ νωρίτερα από το πρωί που Τον είδε. Δεν είπε πρωί αλλά πολύ πρωί. Ήρθε κι έφυγε λοιπόν χωρίς να δει τον Κύριο ακόμα και τρέχει στον Πέτρο και τον Ιωάννη κι αναγγέλλει όχι ότι αναστήθηκε αλλά ότι ήρθη από τον τάφο Του κι επομένως δε γνώριζε ακόμα την Ανάστασή Του. Κι άρα ο Κύριος της εμφανίστηκε όχι ως την πρώτη εντελώς αλλά μετά την πλήρη έλευση της ημέρας.
Υπάρχει εδώ κάτι που οι Ευαγγελιστές έχουν σκιάσει και θα μας το αποκαλύψει ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς: πράγματι το ευαγγέλιο της Αναστάσεως του Κυρίου πρώτη από όλους τους ανθρώπους όπως είναι σωστό και δίκαιο το δέχτηκε από τον Ίδιο η Θεοτόκος και Αυτή είδε πριν από όλους τον Αναστάντα και απόλαυσε τη θεία ομιλία Του και πρώτη Τον είδε και πρώτη Τον άκουσε και πρώτη Τον άγγιξε αλλά για να φράξουν τα στόματα των απίστων οι ευαγγελιστές δεν τα λένε όλα αυτά φανερά.
Μυροφόρες είναι οι γυναίκες που ακολουθούσαν τον Κύριο μαζί με τη Μητέρα Του κι έμειναν μαζί Της την ώρα του σωτηριώδους πάθους Του και φρόντισαν να αλείψουν το σώμα Του με μύρα. Όταν ο Νικόδημος και ο Ιωσήφ ζήτησαν κι έλαβαν από τον Πιλάτο το δεσποτικό σώμα και το κατέβασαν από τον Σταυρό και το περιέβαλαν με σινδόνα με εκλεκτά αρώματα και το τοποθέτησαν σε λαξευτό μνημείο κι έβαλαν και μεγάλη πέτρα πάνω στη θύρα του και σε όλα αυτά παρευρίσκονταν θεωρώντας η Μαρία η Μαγδαληνή και η άλλη Μαρία που καθόταν απέναντι από τον τάφο και ποια άλλη είναι η άλλη Μαρία από την Θεομήτορα; Αυτή λεγόταν και Μητέρα του Ιακώβου και του Ιωσή που ήταν από τον μνήστορα Ιωσήφ. Και άλλες γυναίκες παρευρίσκονταν στον ενταφιασμό Του. Κι αφού επέστρεψαν αγόρασαν αρώματα και μύρα γιατί δεν κατάλαβαν ότι ο Κύριος είναι αληθινά η οσμή της ζωής στους πιστούς Του και οσμή θανάτου στους απίστους και ότι η οσμή των ιματίων και του σώματός Του υπέρ πάντα τα αρώματα και μύρο εκκενωθέν που γέμισε την οικουμένη με θεία ευωδία!
Ετοιμάζουν λοιπόν αρώματα για το νεκρό και για παρηγοριά και ησύχασαν το Σάββατο αφού δεν καταλάβαιναν τα αληθινά Σάββατα και ξημερώνοντας την πρώτη μέρα της βδομάδας σκοτάδι ακόμα ήρθαν οι δυο και η μια είναι η Μαγδαληνή. Κυριακή λοιπόν έρχονται ξημερώματα τρεις ώρες πριν ανατείλει ο ήλιος. Από όλους τους ευαγγελιστές συνεπάγεται λοιπόν από τον Άγιο Γρηγόριο ότι πρώτη ήρθε η Παναγία μας έχοντας μαζί και τη Μαγδαληνή. Και έγινε σεισμός μέγας γιατί άγγελος Κυρίου εξ ουρανού προσήλθε κα αποκύλισε το λίθο από τη θύρα του μνημείου και κάθονταν πάνω της και η μορφή του ήταν σαν αστραπή και το ένδυμά του σαν το χιόνι αλλά από φόβο ταράχτηκαν οι φύλακες και έγιναν σα νεκροί.
Όλες έφτασαν μετά το σεισμό αλλά Αυτή έφτασε την ώρα του σεισμού. Κι όλοι κοίταξαν πώς να φύγουν ενώ Αυτή εντρυφούσε στη θέα Του. Όπως λοιπόν όλα για πρώτη φορά έγιναν για μας μέσω Αυτής έτσι και τώρα. Και έτσι επομένως είδε με το φως του αγγέλου τον τάφο κενό και τα εντάφια τακτοποιημένα μαρτυρώντας την Ανάστασή Του. Ο άγγελος ήταν ο Γαβριήλ ο ευαγγελιστής που Της είχε πει μη φοβάσαι γιατί βρήκες χάρη από το Θεό και τώρα πάλι ανάλογα Της μιλεί για να Της επιβεβαιώσει το ευαγγέλιο. Φόβο έχουν οι άλλες γυναίκες οι Μυροφόρες –είχε δε αυτάς τρόμος και έκστασις και μηδενί είπον εφοβούντο γαρ- ενώ η Θεομήτωρ έχει τώρα χαρά γιατί κατανόησε ό,τι της είπε ο άγγελος και παραδόθηκε στο φως ως ολοκάθαρη και θεϊκά χαριτωμένη.
Η Μαγδαληνή όμως μετά τον ευαγγελισμό αυτό σα να μην άκουσε τον άγγελο κι αυτός δε μίλησε γι’ αυτήν διαπιστώνει μόνο τον άδειο τάφο και όχι τα εντάφια και τρέχει στο Σίμωνα και τον άλλο την ώρα που η Παναγία επανέρχονταν με τις άλλες ξανασυνάντησε το Χριστό που τις προσφώνησε Χαίρετε. Τότε αυτές πλησίασαν και προσκύνησαν και άγγιξαν. Όπως δυο άκουσαν την Ανάσταση και μόνο η Μία κατάλαβε έτσι και τώρα πρώτη αγκάλιασε τον Χριστό μας Αυτή τώρα μαζί με τις άλλες που Την συνόδευαν κι έγινε Αυτή Απόστολος στους Αποστόλους Του. Τώρα η Μαγδαληνή είναι χώρια από τη Θεοτόκο γιατί τρέχοντας λέει στους Σίμωνα και τον άλλο που αγαπούσε ο Κύριος ότι ήραν τον Κύριο και δεν ξέρουμε πού τον έθηκαν! Κι έπειτα –τα ωραία εικόνα- καθότανε έξω και έκλαιγε και άρα δεν Τον είχε δει ακόμα ούτε ήξερε κάτι σχετικό. Οι άγγελοι τότε τη ρωτάνε τι κλαίς; Κι αυτή απαντά σα να ήταν νεκρός. Και ανάλογα απαντά και σ’ Αυτόν και ακούει τα λόγια Του έπειτα μη Μου άπτου!
Πριν λοιπόν μόνο σ’ Αυτήν επέτρεψε την προσέγγιση. Άλλες επομένως έφυγαν φοβισμένες κι άλλες ήρθαν ακολουθώντας Την και πετυχαίνοντας τη θέα και τη συνομιλία Του. Κι η Μαγδαληνή πήγε κι ήρθε κι όταν έμεινε πάλι μόνη της αξιώθηκε τη δεσποτική θέα κα στέλνεται πάλι σ’ αυτούς για να τους αναγγείλει πια ότι Τον είδε και της μίλησε και της είπε όλα αυτά όταν πια είχε ξημερώσει το πρωί μετά τον όρθρο. Όλα εξακριβώθηκαν λοιπόν και σε όλα συμφωνούν οι ευαγγελιστές έτσι. Αλλά οι μαθητές απίστησαν πάλι ενώ άκουσαν από τις Μυροφόρες και τον Πέτρο και το Λουκά και τον Κλεόπα… κι έπρεπε να εμφανιστεί κι ο ίδιος με πολλούς τρόπους και πολλές φορές για να πιστέψουν και να κηρύξουν ενώ Εκείνος έκανε και σημεία και τέρατα για να γίνει πιο πιστευτός βεβαιώνοντας έτσι το λόγο Του μέχρι να κηρυχτεί το ευαγγέλιο παντού.
Χρειάζονται σημεία και θαύματα τεράστια για επιβεβαίωση ενώ απλά σημεία για παράσταση και βεβαίωση όσων υποδέχτηκαν το λόγο εάν πίστεψαν. Ποια σημεία; Τα έργα μας –δείξε μου την πίστη με τα έργα σου και την καλή σου διαγωγή! Επομένως δεν ωφελεί να λέμε ότι πιστεύουμε και έχουμε κατάλληλα έργα σαν τις λαμπάδες των παρθένων εκείνων των μωρών που στερούνταν έργων αγάπης και συμπάθειας. Μη λέμε πατέρα μας τον Αβραάμ και έπειτα ψηνόμαστε στον Άδη για την ασυμπάθεια στον κάθε Λάζαρο της εποχής μας! Ή μην προσκληθούμε και πιστέψουμε και πλησιάσουμε το δείπνο εκείνο αλλά από φαυλότητα ηθών και πράξεων φανούμε τελικά καταισχυμένοι και κατάδικοι άξιοι γέεννας του πυρός μονάχα όπου βέβαια θα ριχτούμε εκεί όπου ο κλαυθμός και ο βρυγμός των οδόντων αφού δεν έχουμε ένδυμα κατάλληλο με αγαθά έργα για το θείο γάμο και τον άφθαρτο νυμφώνα! Κατάλληλη διαγωγή και πρέπουσα πίστη να έχουμε αδελφοί μας.