24 Δεκ 2014

Υποφέρω άρα υπάρχω (Μέρος Β΄)

Του Πρωτ. Γεωργίου Ατσαλάκη
Γεν. Αρχιερατικού Επιτρόπου Ι. Μ. Πέτρας & Χερρονήσου

Ο πόνος δεν είναι ιδανική κατάσταση για τον Ντοστογιέφασκυ. Δεν είναι πεσιμιστής. Δεν είναι αυτό που θα ήθελε για τον άνθρωπο. Απλά είναι ρεαλιστής. Βλέπει τους ανθρώπους όπως είναι κι όχι όπως θα ήθελε να είναι. Περιγράφει τον πόνο όπως τον βλέπει στη ζωή των ανθρώπων, όπως τον βιώνουν οι άνθρωποι και στάζει αίμα η καρδιά του, όταν τον βλέπει ως αρρώστια, ως ταπείνωση, ως παράπονο,  στα πρόσωπα των αθώων παιδιών.
Καταλαβαίνει τον πόνο, ως συνέπεια αμαρτίας και αδικίας  στους μεγάλους. Γνωρίζει τους άτεγκτους νόμους της κληρονομικότητας, εξαιτίας των οποίων υποφέρων τα παιδιά. Αναζητά τις ρίζες του κακού στη ζωή της κοινωνίας. Βλέπει στα βάθη της συνείδησης την αλαζονεία και την απληστία του ανθρώπου.  Τρομάζει όταν οι άνθρωποι «γίνονται δαίμονες» ή «μοιάζουν με  δαίμονες», σε  έργα κακουργίας και εγκλημάτων, όπως «η σωματική και ψυχική δολοφονία των παιδιών». Τέτοια περιστατικά θα δούμε στον «Έφηβο», στο «Έγκλημα και τιμωρία», στους «Αδελφούς Καραμάζωφ», στους «Δαιμονισμένους», στους «Ταπεινωμένους και καταφρονεμένους» και στον «Ηλίθιο».
Μια περίπτωση από τους «Αδελφούς Καραμάζωφ»,  φανερώνει την ψυχική δολοφονία ενός παιδιού και τις αντιδράσεις του στον πόνο.  Να πώς εξομολογείται σε κάποιο Μοναχό,  ένας φτωχός άνθρωπος, τον πόνο του παιδιού του:
«Τότε λοιπόν που ο αδελφός σας (αξιωματικός),   άρχισε να με σέρνει από τα γένια σ’ όλη την πλατεία και να με χτυπάει για το τίποτε, οι μαθητές σχόλαζαν από το σχολείο κι ανάμεσα τους ήταν και ο γιος μου ο Ιλιούσα,  εννέα χρονών.  Μόλις με είδε σ’ αυτά τα χάλια, όρμισε προς το μέρος μου φωνάζοντας: «Πατέρα, πατέρα!» Γαντζώθηκε απάνω μου, μ’ έσφιγγε, προσπαθούσε να με γλιτώσει κι έλεγε στον αδελφό σας:  «Αφήστε τον. Είναι ο πατέρας μου! Συχωρέστε τον».
Τώρα όλοι τον κοροϊδεύουν στο σχολείο και τάχει βάλει με όλη την τάξη. Τους προκαλεί όλους. Είναι αγανακτισμένος. Φοβάμαι γι’ αυτόν.  «Πατέρα» μου λέει: «Οι πλούσιοι είναι οι πιο δυνατοί άνθρωποι σ’ αυτό τον κόσμο». «Ναι Ιλιούσα, του απαντώ. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη δύναμη από τον πλούτο». « Πατέρα» μου λέει, «θα γίνω πλούσιος, θα βγω αξιωματικός, θα γυρίσω κοντά σου και κανένας πια δεν θα τολμήσει να σε πειράξει». «Πατέρα» συνέχισε με τρεμάμενα χείλη, «τι βρωμότοπος που είναι η πόλη μας! Πάμε να μείνουμε κάπου αλλού, που δεν θα μας ξέρουν». «Κι εγώ το θέλω Ιλιούσα, μόνο που πρέπει να οικονομήσουμε χρήματα».
«Χθες γύρισε από το σχολείο κατσουφιασμένος. Τα παιδιά  τον πείραζαν και τον έλεγαν «πατσαβούρα». Δεν έχει λύπηση αυτή η ηλικία. Όταν τα πάρεις ένα-ένα χωριστά είναι αγγελούδια, όλα μαζί όμως δεν ξέρουν τι θα πει οίκτος, στο σχολείο προπάντων. Εκείνο όμως ορθώθηκε ενάντια σ’ όλους για τον πατέρα του, για την αλήθεια, για τη δικαιοσύνη. Έτσι τα παιδιά των περιφρονημένων και φτωχών ανθρώπων, μαθαίνουν να ξεδιαλύνουν την αλήθεια,  από τα εννιά τους χρόνια. «Έσερναν τον πατέρα σου», του φώναζαν τα παιδιά «κι εσύ έτρεχες δίπλα ζητώντας να τον συχωρέσουν». «Ο Ιλιούσα όμως βυθομέτρησε «ολη την αλήθεια»,  τη στιγμή που φιλούσε το χέρι εκείνου που με χτυπούσε καταμεσής στην πλατεία».
Την τρίτη μέρα γύρισε στο σπίτι χλωμός  και στραπατσαρισμένος.  Τον πήρα και βγήκαμε έξω. «Τι έχεις;» του λέω. «Πατέρα», μου λέει, «πατέρα. Τι άσχημα που σου φέρθηκε πατέρα! Πρόσεξε μην τα ξαναφτιάξεις μαζί του. Οι συμμαθητές μου, μου λένε, πως σούδωκε δέκα ρούβλια για να τα ξαναφτιάξεις». «Όχι, παιδί μου» του είπα. «Ποτέ μου δεν θα πάρω λεφτά από κείνον».   
«Πατέρα, κάλεσε τον σε Μονομαχία. Στο σχολείο μου λένε πως είσαι δειλός και δεν θα χτυπηθείς μαζί του». (Η Μονομαχία, ίσχυε στη Ρωσία τότε και ήταν επικίνδυνο μέσο λύσεως των διαφορών, γιατί μπορούσε να σκοτωθεί ο ένας από τους δυο ή και οι δυο, ή να μείνουν ανάπηροι. Τέτοιο θάνατο είχε ο μεγάλος εθνικός ποιητής της Ρωσίας Πούσκιν, στη μνήμη του οποίου απαράμιλλο λόγο πατριωτισμού και ορθοδοξίας, εκφώνησε  ο Ντοστογιέφσκυ).
«Δεν μπορώ να τον καλέσω σε μονομαχία Ιλιούσα», του απάντησα, «γιατί είναι αμαρτία να σκοτώνεις άνθρωπο, έστω και σε μονομαχία». Τα μάτια του παιδιού μου πέταγαν αστραπές. Ήμουνα ωστόσο πατέρας κι έπρεπε να του πω μια σωστή κουβέντα. «Πατέρα μου λέει, εγώ θα τον ξαπλώσω χάμω όταν μεγαλώσω. Θα του πετάξω το σπαθί από τα χέρια και θα του πω: «Μπορούσα να σε σκοτώσω αλλά σε συχωρώ».
«Μια επόμενη μέρα  ο Ιλιούσα ήταν πάλι  αμίλητος. Τον ρώτησα τι είχε. Με αγκάλιασε και με τα δυο του χέρια και μ’ έσφιξε δυνατά κλαίγοντας. Τα παιδιά κρατούν τα δάκρυα τους πολλή ώρα. Όταν όμως ξεσπάσουν δεν τρέχουν, αλλά πέφτουν ποτάμι από τα μάτια τους». «Πατέρα» μου φώναξε, «αγαπημένε μου πατέρα.  Πόσο σε ταπείνωσε!» «Τότε με πήρανε και μένα τα κλάματα. Κανένας δε μας έβλεπε εκτός απ’ το Θεό. Ίσως μου το λογαριάσει μια μέρα».

Συνεχίζεται...

ΙΣΤΟΛΟΓΙΑ ΜΕ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝ

Ορθόδοξος Συναξαριστής






ΠΩΣ ΘΑ ΜΑΣ ΒΡΕΙΤΕ (Ι. Ν. ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ, ΣΤΡ. ΚΟΡΑΚΑ 2)

ΧΑΡΤΗΣ ΕΠΙΣΚΕΠΤΩΝ ΑΠ' ΟΛΟ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ

ΔΕΙΤΕ ΤΗΝ ΩΡΑ ΣΕ ΚΑΘΕ ΓΩΝΙΑ ΤΟΥ ΠΛΑΝΗΤΗ

ΠΡΟΓΝΩΣΗ ΚΑΙΡΟΥ

Επιστροφή στην Αρχική Σελίδα