Του Πρωτ. Γεωργίου Ατσαλάκη
Γενικού Αρχιερατικού Επιτρόπου
Ι. Μητροπόλεως Πέτρας & Χερρονήσου
Σ’ αυτή τη φοβερή ώρα, που ο νέος είδε να κλείνουν όλοι οι δρόμοι, σκέφθηκε την Εκκλησία. Οι γονείς του, χωρίς να είναι
άθεοι, δεν είχαν ιδιαίτερη σχέση με την Εκκλησία. Ήταν από τους χριστιανούς,
που κατά παράδοση βαπτίστηκαν και κατά παράδοση πήγαιναν τα Χριστούγεννα και το
Πάσχα στην Εκκλησία. Τίποτε δεν του είχαν μεταδώσει ως ευσέβεια, ούτε του
μίλησαν ποτέ για το Θεό. Ό, τι ήξερε το είχε μάθει στο σχολείο. Δεν προσευχόταν ιδιαίτερα, δεν
γνώριζε τι θα πει προστασία του Θεού. Δεν ήταν όμως άπιστος. Την εκκλησία την
ταύτιζε με τους ιερείς και για το Θεό πίστευε, ότι «επιβλέπει» την ηθική τάξη του κόσμου, χωρίς αυτό να επηρεάζει τη
ζωή των ανθρώπων.
Βρήκε ένα ιερέα σε μια εκκλησία και
του ζήτησε, να τον βοηθήσει, να βρει μια δουλειά, κοντά σε καλούς ανθρώπους,
γιατί είχε κακές εμπειρίες. Ο ιερέας,
είχε λίγο φόβο Θεού και ελάχιστη
αγάπη. Ήταν άνθρωπος του συμφέροντος, της ανθρωπαρέσκειας και των
κοινωνικών γνωριμιών. Πήρε κάποιο φίλο του, για να τον πάρει στην επιχείρηση
του. Ο νέος άκουσε από το διπλανό
δωμάτιο που περίμενε, τον ιερέα να μιλεί
στο τηλέφωνο και να λέει στο φίλο του:
«Πάρε τον και θα τον έχεις, για ένα κομμάτι ψωμί! Δεν αξίζει και πολλά
πράγματα! Απλώς για να ζήσει!». Ο νέος άρχισε να ψυχοπλακώνεται. Δεν περίμενε να ακούσει τέτοια λόγια, από ένα ιερέα. Πίστευε, ότι κάτι άλλο ήταν
οι ιερείς. Όμως νίκησε τον πόνο του και την ταπείνωση του και πήγε. Συνάντησε ένα
άνθρωπο, χειρότερο από όσους είχε συναντήσει,
μέχρι τότε. Και το σπουδαιότερο, του έδινε ένα ασήμαντο ποσό, με το οποίο δεν
μπορούσε να ζήσει.
Πήγε ξανά στον ιερέα και του
παραπονέθηκε. Κι ο ιερέας με τρόπο αυταρχικό τον επιτίμησε, ότι είναι αχάριστος
κι αντί να ευχαριστήσει τον άνθρωπο που τον πήρε στη δουλειά του, είχε «παράλογες αξιώσεις». Τα τελευταία
λόγια του ιερέα ήταν: «Αν δεν σ’ αρέσει να φύγεις!»
Έφυγε. Η τελευταία του καταφυγή, που
ήταν ο ιερέας, κατέρρευσε. Μαζί με τον ιερέα, κατέρρευσε και η Εκκλησία.
Χάθηκε κι ο Θεός. Όλα λοιπόν ήταν ψέματα!
Διερωτόταν να μάθει: Σε ποιες αξίες
στηριζόταν αυτή η ζωή; Ποιος ήταν ο πολιτισμός των ανθρώπων; Πού είναι η αγάπη
της Εκκλησίας; Την αρχή ζούσε χωρίς
γονείς. Ύστερα χωρίς ανθρώπους. Τώρα χωρίς Θεό!
Όλη την επόμενη νύχτα, γύριζε απογοητευμένος στους δρόμους
της αφιλόξενης πολιτείας. Της πολιτείας,
που είχε γνωρίσει, μόνο το παγωμένο της πρόσωπο. Του ερχόταν η ιδέα να φύγει σε
άλλα μέρη. Διαισθανόταν όμως, ότι παντού είναι οι ίδιοι άνθρωποι. Η σκληρή βιοπάλη.
Η ιδέα να κλέψει, δεν
ήταν λύση. Η ιδέα «ν’ αυτοκτονήσει»,
του φαινόταν εφιαλτική. Κι όμως πουθενά δεν έβλεπε φως. Πουθενά ελπίδα. Έτσι
λοιπόν ήταν η ζωή, ή «κάποιος δεν άφηνε
γι’ αυτόν, τον ήλιο ν’ ανατείλει!». Και ποιος ήταν αυτός ο κάποιος; Ήταν η Μοίρα; Ήταν οι άνθρωποι; Ήταν ο
Θεός;
Γύρω στα μεσάνυχτα, περνούσε από μια Εκκλησία. Αφηρημένος
και χωρίς επίγνωση, μπήκε μέσα. Έκαμε μηχανικά το σταυρό του και κοίταζε χωρίς
να καταλαβαίνει τις εικόνες. Ένας ιερέας τον είδε και τον ρώτησε, αν ήθελε τίποτε. Δεν απάντησε αλλά ο ιερέας
είδε τέτοια σκοτεινιά στο πρόσωπο του, που κατάλαβε ότι ήταν ηφαίστειο η ψυχή
του, έτοιμο να εκραγεί. Τον πλησίασε με
ανυπόκριτη στοργή και αγάπη και του μίλησε, όπως θα μιλούσε σε ένα από τα παιδιά του.
Αυτός τον κοίταξε με πολλή
καχυποψία. Την αγάπη και την καλοσύνη που του έδειχνε ο ιερέας, τη θεώρησε «φτηνή πολιτική», «υποκρισία» και «επαγγελματική
συμπεριφορά». Ο ιερέας όμως, ήταν ένα «ορατό
σύμβολο της παρουσίας του Χριστού». Τον έπεισε να του πει τις σκέψεις του. Τον συμπόνεσε και είδε στην ψυχή του, να
παίζει ο σατανάς. Τον πήρε στο σπίτι του εκείνο το βράδυ. Του μίλησε πολύ. Του
έδωσε θάρρος. Του υποσχέθηκε, ότι θα τον βοηθήσει. Ότι έχει κι άλλες πτυχές η
ζωή. Πιο ανθρώπινες. Ότι υπάρχουν και καλοί άνθρωποι. Ότι τα αρνητικά γεγονότα
στη ζωή του υπήρξαν αλυσίδα, γι’ αυτό τον απογοήτευσαν.
Ο άνθρωπος της ιστορίας μας, νόμιζε
ότι έβλεπε ένα ωραίο όνειρο κι έτρεμε στην ιδέα, ότι θα ξυπνήσει κι όλα θα χαθούν.
Ο ιερέας του βρήκε δουλειά, κοντά σε μια χριστιανική οικογένεια, που δεν είχε
παιδιά. Οι άνθρωποι αυτοί τον βοήθησαν οικονομικά να σπουδάσει. Πήγε στο
Πανεπιστήμιο κι έγινε γιατρός. Η οικογένεια τον υιοθέτησε και ζει έκτοτε στη
χαρά της οικογενειακής ευτυχίας. Παντρεύτηκε κι έχει δυο χαριτωμένα παιδιά.
Σήμερα λέει: «Αυτός ο ιερέας μου
γνώρισε το Θεό. Αυτός μου έδειξε την αγάπη. Αυτός με έμαθε να συγχωρώ και να αγαπώ τους ανθρώπους. Συγχώρησα τους
γονείς μου κι όλους τους ανθρώπους που με πίκραναν. Όλοι οι άνθρωποι έχουν τις
καλές και τις κακές τους στιγμές, τις καλές και τις κακές τους πλευρές. Κάποιος πρέπει να βρεθεί να τους βοηθήσει. Να
τους πει να μην απελπίζονται. Γιατί
υπάρχει Θεός! Υπάρχει αγάπη! Υπάρχει καλοσύνη! Υπάρχει ελπίδα! Υπάρχουν ακόμη άνθρωποι!»