Του Πρωτ. Γεωργίου Ατσαλάκη
Γεν. Αρχιερ. Επιτρόπου Ι. Μητροπόλεως
Πέτρας & Χερρονήσου
Μήνα
Φεβρουάριο, ημέρα Κυριακή, του έτους
1975, τελέστηκε στον Ι. Ναό του Αγίου Γεωργίου, της πόλεως μας,
η πρώτη Θεία Λειτουργία. Αυτό σήμαινε, ότι από την ημέρα εκείνη, στην
πόλη του Αγίου Νικολάου, άρχισε να λειτουργεί μια δεύτερη ενορία, με ενοριακό
ναό του Αγίου Γεωργίου, ο οποίος ανεγέρθηκε με τη φροντίδα των εφημερίων της
Αγίας Τριάδος, στη θέση παλαιού μικρού ναού του Αγίου Γεωργίου.
Πρώτος
Εφημέριος τοποθετήθηκε, από τον τότε Μητροπολίτη Πέτρας Δημήτριο, ο Πρωτ. Γεώργιος Ατσαλάκης. Αργότερα
τοποθετήθηκε δεύτερος εφημέριος, ο πρωτ.
Γεώργιος Μαρνέλλος. Στη συνέχεια υπηρέτησαν ως εφημέριοι, ο Αρχιμ. Ευθύμιος Κλώντζας, ο σημερινός
εφημέριος π. Κωνσταντίνος Κωστάκης, ο π.
Γεώργιος Τζάβλας, ο π. Κων/νος Χαλκιαδάκης και τέλος ο π.
Βασίλειος Περουλάκης , ο νεώτερος εφημέριος της ενορίας.
Ως πρώτος
εφημέριος αυτής της ενορίας, θέλω, αυτό τον καιρό που γιορτάζει ο Άγιος Γεώργιος, να πω λίγα λόγια γι’ αυτή την ενορία, που τόσο πολύ αγάπησα και αγαπώ: Θυμάμαι το κήρυγμα μου στην πρώτη θεία λειτουργία,
εκείνη την Κυριακή. Ήταν τα λόγια του Χριστού, στον απόστολο Πέτρο: «Σίμων Ιωνά, αγαπάς με; Ποίμαινε τα πρόβατα
μου». Είχα ταυτίσει την αγάπη στο
Χριστό με την ιεροσύνη.
Πιστεύω ότι το έργο μιας ενορίας,
στηρίζεται σε τρεις βασικούς παράγοντες: Στον Θεό, στον Ιερέα και στους
χριστιανούς. Η ευλογία του Θεού, στη
λειτουργία μιας «εν Χριστώ» ενορίας,
είναι δεδομένη. Απομένει η «συνεργία»
του ανθρώπου, δηλ. η συνεργασία του Ιερέα με τους χριστιανούς. Μια ενορία στην
οποία δεν υπάρχει συνεργασία Ιερέως – Χριστιανών, δεν έχει λόγο υπάρξεως. Με
την ίδια εκκλησιολογική έννοια, δεν επιτελεί κανένα σκοπό, αν δεν υπάρχει
συνεργασία Ιερέως – Επισκόπου.
Εκείνο που
απορρέει από τα βάθη της ψυχής μου, για την ενορία του Αγίου Γεωργίου, είναι
ότι από την πρώτη στιγμή, διαπίστωσα, την απεραντοσύνη της αγάπης των ανθρώπων.
Δέχτηκαν με πολλή χαρά την ίδρυση της ενορίας, σαν τη νέα πραγματικότητα, που
θα τους οδηγούσε στην αγκαλιά του Θεού. Την αγάπησαν ως πνευματική τους Μητέρα,
συμπαραστάθηκαν στο έργο της, αγάπησαν τους ιερείς της.
Όλοι οι
ιερείς εργάστηκαν στην ενορία μας, με ευσυνειδησία και αγάπη. Όλοι αγαπήθηκαν
από τους χριστιανούς μας κι όλοι προσέφεραν, όσο μπορούσαν στο έργο της. Του κάθε Ιερέα το
έργο, σ’ όλες του τις διαστάσεις, το
γνωρίζει μόνο ο Θεός και Εκείνος θα κρίνει τον Ιερέα «εν τη εσχάτη ημέρα». Προσωπικά συνεργάστηκα, κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο, με όλους τους
Ιερείς. Τους αγάπησα αληθινά, ως συνεφημερίους μου κι έχω την βεβαιότητα, ότι
κι αυτοί με αγαπούσαν.
Η σημερινή συνδιακονία μου, με τους Ιερείς π.
Κων/νο και π. Βασίλειο, είναι υποδειγματική. Μας ενώνει η αγάπη του Χριστού,
και η συνείδηση της αποστολής μας. Μοναδική φιλοδοξία μας είναι, η ενορία μας. Τους
ευχαριστώ, γιατί με προθυμία και αδελφική αγάπη, αναπληρώνουν τις ελλείψεις μου, στο
λειτουργικό έργο της ενορίας και παρακαλώ το Θεό, να μην αφήσει το Διάβολο να
μας πειράξει. Σ’ αυτό το σημείο βέβαια, οφείλω μεγάλες ευχαριστίες στον
Επίσκοπο μου, που πάντα με περιβάλλει με
πατρική στοργή και αγάπη.
Θέλω με όλα αυτά να πω, ότι το
έργο μιας ενορίας, είναι συλλογικό. Οι Ιερείς και ο ευλογημένος λαός του Θεού,
επιτελούν το έργο της ενορίας, τόσο το
διοικητικό, όσο και το λειτουργικό και το φιλανθρωπικό. Ο καλύτερος όμως ιερέας δεν
μπορεί να κάμει τίποτε, αν δεν έχει τη συμπαράσταση των ανθρώπων. Και οι
ωραιότεροι άνθρωποι, δεν μπορούν να επιτελέσουν σωστό εκκλησιαστικό έργο, αν
δεν έχουν τον κατάλληλο Ιερέα.
Θέλω σήμερα να πω, ένα απέραντο
ευχαριστώ, σε όλους τους συνεργάτες μου, για την αγάπη τους και την εμπιστοσύνη
τους. Πίκρανα πολλούς και τους ζητώ συγγνώμη. Δεν έχω το δικαίωμα να σκεφτώ, ότι μου οφείλει κανείς τίποτε. Ούτε
ένα «συγγνώμη». Ούτε ένα «ευχαριστώ». Γιατί ο Ιερέας, εξαιτίας
της ιεροσύνης του, οφείλει στο λαό πολλά
και στο Θεό τα πάντα. Στο Θεό λοιπόν ανήκουν οι ευχαριστίες.
Ο μεγαλύτερος σταυρός, που νιώθω
στην ψυχή μου, για την ενορία μου, είναι ο σταυρός της αγάπης των ανθρώπων. Την
αγάπη που μου έδειχναν οι άνθρωποι, την ένιωθα πάντοτε, σαν ένα τεράστιο σταυρό,
που δεν μπορούσα να τον αντέξω. Την αγάπη που ήθελα να έχω για τους ανθρώπους,
την έβλεπα, σαν ένα θεόρατο σταυρό, που δεν μπορούσα να τον σηκώσω.
Δεν πρέπει να ξεχνούμε οι Ιερείς,
ότι η μοναδική μας αξία, είναι η ιεροσύνη μας και ότι είναι δώρο του Θεού. Τα πάντα λοιπόν οφείλομε
στο Θεό και στην Εκκλησία. Είμαστε «οστράκινα
σκεύη», αδύνατα πλάσματα, «καλάμια» που γέρνουν από το βάρος των
προβλημάτων και των αμαρτιών. Αστέρια που τρεμοσβήνουν, όταν χάνουν το φως του Χριστού.
Η μόνη μου φιλοδοξία, από την
ενορία του Αγίου Γεωργίου είναι, να με αξιώσει
ο Θεός, να καταλάβω, αν οι
ενορίτες μου αγάπησαν πιο πολύ το Θεό. Αν αγάπησαν πιο πολύ την Εκκλησία. Αν αγάπησαν αληθινά τον άνθρωπο, «ως εικόνα του Θεού». Αν πίστεψαν στην αθανασία
της ψυχής τους.