Του Πρωτ. Γεωργίου Ατσαλάκη
Γεν. Αρχιερ. Επιτρόπου Ι. Μητροπόλεως Πέτρας & Χερρονήσου
Ήμουν 6
χρονών παιδί. Δεν είχα πάει ακόμη στο Δημοτικό Σχολείο. Εκείνο τον καιρό είχε πεθάνει ο πατέρας μου. Το νεκροταφείο του
χωριού μου στους Ποτάμους, ήταν κοντά στο σπίτι μας και περνούσαμε από κει για
να πάμε στον κήπο. Η μητέρα μου πήγαινε κάθε
μέρα στον τάφο του πατέρα μου κι έκλαιγε.
Ήταν ένας τάφος κάτω από τριανταφυλλιές, που όλο το χρόνο είχαν τριαντάφυλλα
και ευωδίαζαν. Εγώ προσπαθούσα με το
μικρό μου μυαλό, να εξιχνιάσω το φοβερό μυστήριο του θανάτου. Πώς ένας άνθρωπος,
είναι κλεισμένος σ’ ένα τάφο; Πώς
αισθάνεται; Μυστήριο ακατανόητο για την ηλικία μου!
Μια μέρα
ζήτησα από τη μητέρα μου να μ’ αφήσει στο νεκροταφείο, μέχρι να γυρίσει από τον
κήπο και μ’ άφησε. Το κλειδί ήταν στην πόρτα της εκκλησίας του Αγίου Ιωάννου
του Προδρόμου, άνοιξα και μπήκα. Προσκύνησα την εικόνα του Χριστού, που ήταν
η Ανάσταση και είχε παραστάσεις από τη ζωή και τα πάθη Του.
Ύστερα
προσκύνησα την εικόνα της Παναγίας, μια ωραία Γλυκοφιλούσα, που κρατούσε το
μικρό Χριστό στην αγκαλιά και σε κοίταζε με μεγάλα αμυγδαλωτά μάτια κι ύστερα προσκύνησα
την εικόνα του Προδρόμου . Κοίταζα με δέος τις εικόνες και προσπαθούσα να
καταλάβω, τι σήμαιναν όλα αυτά που εικόνιζαν. Στο τέλος κοιτάζοντας το παλιό
ξυλόγλυπτο τέμπλο, είδα στην κορυφή ένα Εσταυρωμένο. Είχε μια γαλήνια μορφή,
μια χαρούμενη θλίψη, ένα συμπονετικό βλέμμα, που με συγκλόνιζε. Θεέ μου! Πόσο
τον συμπάθησα, αυτόν τον Εσταυρωμένο! Πόση γλυκύτητα και ομορφιά είχε! Πόση αγάπη
ένιωσα γι’ αυτόν! Τι ωραιότητα ήταν αυτή στο πρόσωπο του! Τι ηρεμία! Δεν είχα
δει μέχρι τότε ωραιότερο πρόσωπο. Θεέ μου. Να είχα κι εγώ ένα πατέρα, να έχει
τόσο γλυκό πρόσωπο!
Ύστερα
κοίταξα την Παναγία. Τι μάτια ήταν αυτά! Διαπερνούσαν τα βάθη της ψυχής μου και έβλεπαν τις σκέψεις και τους λογισμούς μου, τους
πόνους και τα όνειρα μου, τις χαρές και
τις απογοητεύσεις μου. Μέχρι τότε, τα μόνα μάτια που με κοίταζαν με αγάπη, ήταν της μάνας μου. Τα μάτια όμως αυτά της
Παναγίας, ήταν πιο όμορφα. Πιο ωραία. Πιο επιβλητικά. Και το πιο σπουδαίο, μου
φάνηκαν ότι κοίταζαν με πολλή στοργή το παιδί της. Να μια Μάνα, σκέφτηκα, πιο
καλή από τη δική μου!
Ύστερα δεν
μπορούσα να ερμηνεύσω την εικόνα του Χριστού, με τις πολλές παραστάσεις. Μετά με προβλημάτιζε ο Πρόδρομος, που είχε
φτερά σαν άγγελος και το σπουδαιότερο, κρατούσε στα χέρια του, το κομμένο του κεφάλι!
Όλα αυτά μου δημιουργούσαν ερωτηματικά, αλλά συγχρόνως
μια γλυκιά ατμόσφαιρα μυστηρίου, που καταλάβαινα ό, τι έκρυβε μεγάλες αλήθειες.
Εκείνη την
ώρα ήρθε η Μάνα μου. Δε μου μίλησε. Ήταν κλαμένη. Άναψε τα καντήλια της
εκκλησίας κι ύστερα έβαλε λιβάνι για να
θυμιάσει τις εικόνες. Ζήτησα από τη μάνα μου, να μου εξηγήσει μερικά πράγματα,
παρότι ήξερα ότι η Μάνα μου δεν ήταν άνθρωπος της θεωρίας και της διδασκαλίας.
Στην Μάνα
μου δεν άρεσαν τα πολλά λόγια. Δίδασκε την πίστη στο Θεό με απλό, αλλά απόλυτο τρόπο. Δίδασκε την
αγάπη, στην πράξη. Δίδασκε την ταπείνωση,
την ανεξικακία, την συμπόνια, με τη ζωή της. Με τα δακρυσμένα της μάτια, που
δακρύζανε πάντοτε στον πόνο των ανθρώπων. Δίδασκε με την αγάπη τής καρδιάς της, με την προσευχή της, με το παράδειγμα της και
προπάντων με τη σιωπή της.
Τη ρώτησα
όμως να μου πει, για τον τάφο του πατέρα μου, για τις εικόνες και προπάντων για
τον Εσταυρωμένο: «Ποιοι και γιατί, μαμά, τον σταύρωσαν;» Εκείνη για πρώτη ίσως φορά, αισθάνθηκε την
ευθύνη σαν Μάνα, ενώπιον του Θεού, να μου μιλήσει:
«Στον τάφο
παιδί μου, βρίσκεται το σώμα του πατέρα σου, που δεν αισθάνεται τίποτε. Σαν να
κοιμάται. Η ψυχή του όμως ζει και
υπάρχει κοντά στο Θεό, εκεί που υπάρχουν
οι ψυχές των Αγίων. Η Παναγία είναι κι αυτή Μάνα. Είχε ένα μονάκριβο παιδί, που ήταν και παιδί
του Θεού. Δεν είχε πατέρα στη γη, αλλά στον ουρανό. Αυτό το παιδί ήταν άγιο.
Έκανε θαύματα. Θεράπευε αρρώστιες. Το λέγανε Χριστό. Αγαπούσε πολύ τους
ανθρώπους. Όμως κάποιοι άνθρωποι το
σταύρωσαν. Αυτό δείχνει ο σταυρός.
Επειδή ήταν Θεός αναστήθηκε και βρίσκεται στον
ουρανό. Εκεί πήρε αργότερα και την Παναγία μητέρα του. Ο Χριστός αγαπά όλο τον κόσμο και ιδιαίτερα τα
παιδιά. Αγαπά πολύ τα ορφανά παιδιά και τα φροντίζει σαν πατέρας. Και
σένα σε αγαπά πολύ. Αυτός είναι ο
πατέρας σου! Αυτόν να παρακαλείς! Κι η Παναγία αγαπά πολύ τα παιδιά. Αυτή να
την αγαπάς πιο πολύ από μένα, γιατί αυτή έχει τη δύναμη και τη χάρη να σε
βοηθήσει όταν μεγαλώσεις. Ό Άγιος
Ιωάννης, έζησε σαν άγγελος στη γη
και του έκοψαν το κεφάλι, γιατί μιλούσε συνέχεια, για την αδικία και για το
Θεό».