Του Πρωτ. Γεωργίου Ατσαλάκη
Γεν. Αρχιερατικού Επιτρόπου
Ι. Μητροπόλεως Πέτρας & Χερρονήσου
Στον
Άγιο Χαράλαμπο Ιλισίων έμεινα περίπου 1 χρόνο. Μετά με μετέθεσαν στον ιερό ναό
«Κοιμήσεως Θεοτόκου» στο
Μοναστηράκι. Δεν είχε δεύτερο εφημέριο και δεν είχα τον απαραίτητο χρόνο να
πηγαίνω στο Πανεπιστήμιο. Πήγα στον Μητροπολίτη
Πειραιώς Χρυσόστομο και ζήτησα ενορία. Με τοποθέτησε στον Άγιο Ιωάννη τον
Ρέντη, όπου υπηρετούσαν ακόμη 3 ιερείς.
Ο
Ρέντης ήταν μια ξεχωριστή πόλις με δικό της Δήμο και πολλούς Μικρασιάτες. Η ζωή
στον Ρέντη δεν έμοιαζε με τη ζωή του κέντρου των Αθηνών που μέναμε. Είχε
ανθρώπινο πρόσωπο, δηλ. υπήρχε επικοινωνία μεταξύ των ανθρώπων και αλληλεγγύη.
Δημιουργήσαμε φιλικές σχέσεις και μας αγάπησαν πολύ οι άνθρωποι. Ακόμη και
σήμερα μας παίρνουν τηλέφωνο να μας ευχηθούν «χρόνια πολλά»
Η
ενορία είχε πολλά μυστήρια (γάμους και βαπτίσεις), τουλάχιστον 10-15 το
Σαββατοκύριακο. Ήμουν ο πιο μικρός ιερέας και λάμβανα μέρος σχεδόν σε όλα. Με
τους άλλους ιερείς είχαμε καλές σχέσεις
και άριστη συνεργασία. Τα δυο χρόνια που έμεινα σ’ αυτή την ενορία, με
στείλανε αρκετά δεκαπενθήμερα στο Κοιμητήριο της Αναστάσεως. Αυτή η εμπειρία
μου ήταν συγκλονιστική. Είδα από πολύ κοντά τον ανθρώπινο πόνο και τον θάνατο.
Με εξουθένωνε κυρίως ο θάνατος νέων ανθρώπων. Έβλεπα γονείς στους τάφους των παιδιών
τους να κλαίνε και ράγιζε η καρδιά μου. Τον πρώτο καιρό αρρώσταινα, ύστερα
απέκτησα μια σχετική ψυχραιμία. Είχα πολλές δυσάρεστες εμπειρίες, αρκεί να
σκεφτεί κανείς ότι τελούσαμε 10 με 15 κηδείες την ημέρα.
Στην
ενορία του Ρέντη, υπήρχαν όλες οι προϋποθέσεις να παραμείνω για πάντα
εφημέριος. Το κλίμα όμως δεν ήταν καλό και επιδείνωνε την υγεία της πρεσβυτέρας
μου. Έτσι αποφάσισα να επιστρέψω στην
Κρήτη, προτού ακόμη τελειώσω το Πανεπιστήμιο. Ο Μητροπολίτης Πειραιώς, από τους
πιο δυναμικούς της εποχής και διακεκριμένος Ιεράρχης της Ελλαδικής Εκκλησίας,
προσπάθησε να με κρατήσει στον Πειραιά, παρότι είχε πλειονότητα ιερέων. Του εξήγησα
τους λόγους υγείας της πρεσβυτέρας μου και μου έγραψε μεταξύ άλλων στο Απολυτήριο: «Μετά πολλής λύπης αποδεχόμεθα την
παραίτησιν σου ταύτην, ότι το ενταύθα κλίμα επιδρά δυσμενώς επί της
υγείας της πρεσβυτέρας σου...».
Τον Αύγουστο του
1972 ήρθα στον Άγιο Νικόλαο και ο
Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Πέτρας
Δημήτριος με διόρισε εφημέριο στην ενορία Ελληνικών. Η ενορία περιλάμβανε
τα ελληνικά και τα κατσίκια. Στην ενορία αυτή, οι άνθρωποι με αγαπούσαν πολύ.
Ίσως πουθενά δεν μου έδειξαν τόση πολλή αγάπη και αφοσίωση. Στην εκκλησία
έρχονταν τις Κυριακές πολλοί άνθρωποι από τον Άγιο Νικόλαο. Με είχε συγκινήσει η αγάπη των ανθρώπων. Είχα
ψάλτες πρακτικούς που έψαλλαν με την ψυχή τους και τελούσαμε κατανυκτικές
λειτουργίες. Υπήρχε μόνο ένα μεγάλο πρόβλημα. Δεν είχα αυτοκίνητο και η μεταφορά ήταν δύσκολη.
Από
το 1973 ο Σεβασμιώτατος με διόρισε Γραμματέα στον Ο. Δ. Μ. Π. Ν. Λασιθίου και πήγαινα κάθε μέρα στη Νεάπολη.
Στην ενορία των Ελληνικών, έκανα τακτικά κηρύγματα. Με φώναξαν στον Άγιο
Νικόλαο στην εορτή του Αγίου Ανδρέου, να κάμω κήρυγμα. Ήταν το πρώτο κήρυγμα
που έκανα μπροστά στον Επίσκοπο μου. Του Δημητρίου του άρεσε πολύ και μου είπε
να πάω να μιλήσω την Κυριακή πριν τα Χριστούγεννα, στη Μεγάλη Παναγία στη
Νεάπολη. Ήταν η εορτή των Αγίων Δέκα και πανηγύριζε ο ναός. Δεν θα ξεχάσω ότι η
Εκκλησία ήταν γεμάτη κι εγώ μίλησα με όλη τη δύναμη της ψυχής μου.
Εκείνο
τον καιρό ιδρύθηκε δεύτερη ενορία στον Άγιο Νικολάου, με ενοριακό ναό του Αγίου
Γεωργίου. Ο Σεβασμιώτατος ήθελε να με μεταθέσει στον Μητροπολιτικό Ναό της
Μεγάλης Παναγίας. Εγώ δεν θέλησα να πάω για δύο λόγους: Πρώτα γιατί το κλίμα
του Αγίου Νικολάου, είχε συντελέσει στην καλυτέρευση της υγείας της πρεσβυτέρας
μου και δεύτερον δεν είχα τα προσόντα για ένα Μητροπολιτικό ναό. Του αρνήθηκα
με ευγένεια κι εκείνος με διόρισε στην ενορία του Αγίου Γεωργίου στον Άγιο
Νικόλαο. Ήταν Μάρτιος του 1975. Μου ζήτησε όμως να πηγαίνω εναλλάξ με άλλους
ιερείς να κάνω κήρυγμα στη Μεγάλη Παναγία κι εγώ το δέχτηκα ευχαρίστως.
Αυτή
είναι η πορεία μου από την ημέρα της χειροτονίας μου μέχρι το 1975. Από τότε κι ύστερα εφημερεύω στην ενορία του
Αγίου Γεωργίου, μέχρι σήμερα. Η χάρη του Θεού, η αγάπη των ανθρώπων και η καλή
συνεργασία των ιερέων που υπηρετήσαμε και υπηρετούμε μαζί, συγκροτούν τη
διακονία μου στο Άγιο Θυσιαστήριο του Θεού, σ’ αυτή την ενορία.
συνεχίζεται...