Του Πρωτ. Γεωργίου Ατσαλάκη
Γεν. Αρχιερατικού Επιτρόπου
Ι. Μητροπόλεως Πέτρας & Χερρονήσου
Αναφέρω
για παραδειγματισμό, τη δεύτερη περίπτωση, από τις συνέπειες του διαβάσματος:
Ήταν
το έτος Ι969, όταν αποφάσισα να δώσω εξετάσεις στο Πανεπιστήμιο. Διάβασα πολύ
το καλοκαίρι στους Ποτάμους. Οι εξετάσεις άρχιζαν στην Αθήνα, στις 9 Σεπτεμβρίου.
Λειτούργησα στις 8 στην εκκλησία της Παναγίας στις Γούβες, που γιόρταζε και
έφυγα αεροπορικώς για την Αθήνα. Ο Θεός με βοήθησε και έγραψα πολύ καλά, σε όλα
τα μαθήματα. Έκθεση, Αρχαία Ελληνικά, Λατινικά και Ιστορία.
Συγκέντρωσα κι
από τους δύο βαθμολογητές 141 μονάδες, με άριστα το 20. Ήμουν πρώτος κι από τον
κύκλο των ιερέων (120 ιερέων) κι από τους λαϊκούς θεολόγους (300 παιδιά), με μεγάλη διαφορά. Ο δεύτερος
από τους ιερείς είχε 112 μονάδες και ο πρώτος από τους λαϊκούς 128. μονάδες.
Πήρα υποτροφία, που ήταν όσο ό μισός μισθός μου. Σε όλα αυτά, είδα το χέρι του
Θεού, που ευλογούσε τον κόπο μου και το διάβασμα των τελευταίων ετών. Αυτή την
ευλογία τη βλέπω μέχρι σήμερα.
Την υποτροφία
μπορούσα να τη διατηρώ κάθε χρόνο, μόνο με το «Λίαν καλώς». Όμως, όπως η Άλγεβρα στο Γυμνάσιο, έτσι κι εδώ στάθηκε εμπόδιο ένα μάθημα: η Εβραϊκή γλώσσα. Δεν έμοιαζε με τις ευρωπαϊκές γλώσσες και ήταν
δύσκολη. Η αρρώστια της πρεσβυτέρας μου και τα καθήκοντα μου στην ενορία, δεν μου άφηναν πολλά περιθώρια μελέτης. Συγκέντρωσα
με ευκολία το «Λίαν καλώς», πέρασα
όλα τα μαθήματα με καλούς βαθμούς, αλλά «μετέφερα» στο Β έτος
τα Εβραϊκά. Αυτό σήμαινε, διακοπή της υποτροφίας, σε μια ώρα που αντιμετώπιζα,
σοβαρά οικονομικά προβλήματα.
Είχα αγοράσει βιβλία και συνέχιζα να αγοράζω.
Το πρώτο βιβλίο που αγόρασα, ως Ιεροσπουδαστής, ήταν το «Σαγκριλά»
του Μιχάλη Μακράκη, βασισμένο στον «Χαμένο Ορίζοντα», του Τζέημς Χίλτον. Πήγαινα καθημερινά στην Εθνική Βιβλιοθήκη και
διάβαζα βιβλία μεγάλων συγγραφέων, όπως την ιστορία του Παπαρηγόπουλου, τον Παπαδιαμάντη, τον Κωστή Παλαμά κ.α.
Εκείνο τον
καιρό, μεσουρανούσε ως φιλοσοφία, ο Υπαρξισμός. Με συγκλόνισαν τα βιβλία του Κιρκεγκαρτ, του Δανού υπαρξιστή
θεολόγου. Διάβασα τον Γερμανό φιλόσοφο Νίτσε και πόνεσα για την αθεΐα του και
για το όραμα του «υπεράνθρωπου»,
όπως τον ήθελε. Διάβασα τον Γάλλο υπαρξιστή φιλόσοφο του μηδενισμού Σαρτρ και τρόμαξα στην ειρωνεία του και
στην απαξίωση του για τον άνθρωπο και
τις αξίες της ζωής. Θυμάμαι τα λόγια του: «Μην
παίρνεις σοβαρά τη ζωή». «Η ζωή είναι ανόητη». «Ο άνθρωπος είναι ένα άχρηστο
πάθος». «Τα μάτια του άλλου ανθρώπου, είναι η κόλαση μου».
Διάβασα όσα
βιβλία του Υπαρξισμού, βρήκα
μεταφρασμένα. Εκείνη την εποχή κυριαρχούσε η ψυχανάλυση του Φρόυντ, του Γιούγκ και
του Άντλερ. Πήγα στο βιβλιοπωλείο «Αθηνά», κοντά στο πανεπιστήμιο και
αγόρασα όλα τα βιβλία. Και πολλά άλλα
φιλοσοφικά και θεολογικά. Παρά τις δυσκολίες μου στην Αθήνα, γέμισα δυο
μεταλλικές βιβλιοθήκες βιβλία.
Όταν ήρθα στην
Κρήτη, συνέχισα με μεγαλύτερη άνεση να αγοράζω βιβλία. Σήμερα έχω γεμίσει 5
βιβλιοθήκες. Δεν το μετανιώνω, παρότι θα έχτιζα ένα σπίτι μ’ αυτά τα χρήματα, να κάθεται το παιδί μου. Κι όμως ευχαριστώ το
Θεό. Ποτέ δεν παραπονιέμαι. Θέλω όμως να
πω στους αγαπητούς μου νέους ιερείς και στα νέα παιδιά, ότι η ιεροσύνη και κάθε
επιστήμη, για να μιλήσει στη σύγχρονο κόσμο, θέλει μάθηση πολύπλευρη. Όσα
βιβλία άθεων έπεσαν στα χέρια μου, τα διάβασα. Και όσα βιβλία μεγάλων
συγγραφέων, έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά.
Διάβασα όλα τα βιβλία του Ντοστογιέφσκυ
και του Τολστόη, κυρίως των μεγάλων Ρώσων Θεολόγων, Σμέμαν, Φλωρόφσκυ, Λόσκυ, Ευδικίμωφ. Τον
χριστιανό φιλόσοφο Μπερδιάγεφ και όλα
τα βιβλία του Καζαντζάκη και μπορώ να πω, όλα τα βιβλία της βιβλιοθήκης
μου, εκτός τις εγκυκλοπαίδειες και τις σειρές
των Πατέρων. Διάβασα τη Φιλοκαλία και τον
Ευεργετινό και με συγκίνησαν ιδιαίτερα
τα Γεροντικά.
Εξέθεσα τον
εαυτό μου, όπως ο Χριστός, απογύμνωσε το Άγιο Σώμα Του, στο Σταυρό. Άφησα με
πολλή αγάπη, τον κάθε άνθρωπο, γνωστό
και άγνωστο, να δει γυμνή την ψυχή μου.
Χωρίς προσωπείο υποκρισίας, χωρίς καθωσπρεπισμό. Ευχαριστώ και πάλι την
εφημερίδα ΑΝΑΤΟΛΗ, που μου έδωσε αυτή τη δυνατότητα.
Πολλοί
άνθρωποι που με αγαπούν, στενοχωρήθηκαν για τον τίτλο «κύκνειο άσμα». Δεν θέλουν να είναι το τελευταίο. Με συγκινούν και
τους ευχαριστώ για την αγάπη τους. Εύχομαι να τους «βλέπει» η Παναγία και να
χαίρονται, «εν υγεία», τις
οικογένειες τους.
Στις 17 Ιουλίου
2014, συμπλήρωσα το χρόνο της
συνταξιοδότησης μου, ως εφημέριος. Μ’ αυτή την προοπτική, έγραψα το «κύκνειο άσμα». Να πω ένα ευχαριστώ στο
Θεό κι ένα ευχαριστώ στους ανθρώπους. Αν
θα συνεχίσω, εξαρτάται, πρώτα από την «Ευσπλαχνία»
και τη «Μακροθυμία» του Θεού κι ύστερα από τον Επίσκοπο μου.