Του Πρωτ. Γεωργίου Ατσαλάκη
Γεν. Αρχιερ. Επιτρόπου Ι. Μητροπόλεως
Πέτρας & Χερρονήσου
Τα χρόνια που
έζησα στην Εκκλησιαστική Σχολή, ήταν δύσκολα αλλά ωραία. Όλα τα παιδιά ζούσαμε
σαν αδέλφια, τρώγαμε μαζί και κοιμόμαστε στον ίδιο θάλαμο. Τα πρώτα χρόνια
κοιμόμαστε 80 παιδιά στον ίδιο θάλαμο. Διαβάζαμε πολύ. Εγώ διάβαζα πιο πολύ
βιβλία από την Βιβλιοθήκη, τις ελεύθερες ώρες αλλά και τις νύχτες. Νέοι
ορίζοντες ανοίγονταν με το διάβασμα στην ψυχή μου. Θα μου μείνουν αξέχαστα, «οι δυό Μάγκες», «οι δυο Ορφανές», «οι
΄Αθλιοι» του Ουγκώ, «οι Αδελφοί Καραμάζωφ» του Ντοστογιέφσκυ.
Απ’
όλα τα βιβλία που διάβαζα, σημείωνα σε μπλοκ,
ό,τι μου άρεσε πιο πολύ, ό,τι μου φαινόταν ρητό ή απόφθεγμα. Συμπλήρωσα
150 μπλόκ, αληθινά αριστουργήματα. Τα ονόμασα «Μέλισσες», γιατί όπως η μέλισσα μαζεύει από τα λουλούδια το νέκταρ
και κάνει το μέλι, έτσι μάζευα κι εγώ από τα βιβλία, ό,τι πιο ωραίο και όμορφο
συναντούσα. Αυτά τα μπλοκ τα διάβαζα πολλές φορές, όταν έγινα ιερέας, στις ερημιές του χωριού μου και στοχαζόμουνα
πάνω στα σοφά λόγια που περιείχαν.
Το
κέντρο της ζωής μας στη σχολή, ήταν το μοναστήρι της Αγίας Τριάδος. Εκεί πηγαίναμε
το πρωί στον όρθρο και στη λειτουργία, εκεί μαζευόμαστε το βράδυ στον εσπερινό
και στο απόδειπνο. Κάτω από τη σκέπη του ναού, νιώθαμε θαλπωρή και πνευματική ζεστασιά, ψυχική γαλήνη και ηρεμία. Αυτά μας έκαναν να ξεχνούμε όλες τις αντίξοες
συνθήκες διαβίωσης. Αρκεί να σκεφτεί κανείς, ότι δεν είχαμε θέρμανση τους μήνες
του χειμώνα, σ’ ένα περιβάλλον, που το πάγωναν τα χιόνια από τα Λευκά Όρη.
Τελειώσαμε
εκεί το Γυμνάσιο και κάναμε δυο επί πλέον χρόνια θεολογικά μαθήματα. Οι
Καθηγητές ερχότανε κάθε μέρα από τα Χανιά. Είχαμε καλούς καθηγητές. Εκείνη την
εποχή ήρθε ένας ιερέας θεολόγος καθηγητής, ο π. Μιχαήλ Καρδαμάκης,
που είχε κάμει μεταπτυχιακές σπουδές στην Αυστρία. Αυτός ο άνθρωπος στάθηκε
ορόσημο στη ζωή μου. Όλα άλλαξαν για
μένα. Αλλοίωσε τα βάθη της ψυχής μου. Έδωσε άλλη φλόγα στην καρδιά μου, άλλο
περιεχόμενο στη συνείδηση μου, άλλο νόημα στην ιεροσύνη.
Για
πρώτη φορά τότε κατάλαβα, ότι η ιεροσύνη
είναι σταυρός, είναι Γολγοθάς. Είναι όρος της Μεταμορφώσεως, είναι Πανάγιος
Τάφος. Έσβησε μέσα μου η ρομαντική εικόνα της ιεροσύνης και γεννήθηκε η σταυρωμένη
ιεροσύνη, η μαρτυρική ιεροσύνη. Κι όλα αυτά γίνανε με το λόγο τού πατρός Μιχαήλ. Ήταν ο «άλλος» εαυτός μου. Ο άνθρωπος που περίμενα σ’ όλη μου τη ζωή. Η
φωνή που περίμενα. Η ορατή παρουσία του
αποστόλου Παύλου. Τον αγαπούσα πολύ. Τον λάτρευα, αν επιτρέπεται αυτός ο όρος.
Ήταν ο άνθρωπος που άναβε φωτιές για το Θεό, όπου περνούσε, όπου δίδασκε, όπου
μιλούσε.
Οι
καθηγητές είπαν στη μητέρα μου, ότι έπρεπε να πάω οπωσδήποτε στο Πανεπιστήμιο,
γιατί ήμουν καλός μαθητής. Εγώ όμως ήθελα να γίνω ιερέας και μάλιστα στο χωριό
μου. Το αγαπούσα πολύ το χωριό μου. Δεν ήθελα πουθενά αλλού να γίνω ιερέας.
Ήθελα να υπηρετήσω το χωριό μου. Να λειτουργώ στην εκκλησία του Τιμίου Σταυρού.
Εκεί που από μικρό παιδί κρατούσα το θυμιατό και τη λαμπάδα. Να ζήσω μια Μεγάλη
εβδομάδα στο χωριό μου. Να λειτουργήσω τα εξωκλήσια του χωριού μου. Του Αγίου
Ιωάννου του Προδρόμου, της Παναγίας, του Προφήτη Ηλία, του Αγίου Γεωργίου.
Το καλοκαίρι
του 1967 παντρεύτηκα. Μια κοπέλα ορφανή από μητέρα, που την είχαν μεγαλώσει ο
παππούς και η γιαγιά της και τους αγαπούσε σαν γονείς της. Είμαστε της ίδιας ηλικίας και πηγαίναμε στην ίδια τάξη στο
Δημοτικό Σχολείο. Το γεγονός ότι ήταν ορφανή με συγκινούσε ιδιαίτερα. Ήταν
ταπεινή και απλή και πίστευα ότι είχε όλες τις προϋποθέσεις να γίνει πρεσβυτέρα. Παντρευτήκαμε στον Άγιο Γεώργιο το Σελληνάρι,
στις 23 Ιουλίου.
Χειροτονήθηκα
Διάκονος στις 14 Σεπτεμβρίου, την εορτή του Τιμίου Σταυρού στο χωριό μου. Οι
εμπειρίες της χειροτονίας δεν εκφράζονται. Έζησα τον κατακλυσμό της Θείας
χάριτος εκείνη την ημέρα και παρακάλεσα το Θεό να μου δώσει δύναμη να σηκώσω το
σταυρό της ιεροσύνης, όσο το δυνατόν πιο πιστά.
Στις 9 Νοεμβρίου, χειροτονήθηκα
ιερέας, στο ναό του Αγίου Νεκταρίου στα Έξω Λακώνια, χωριό της μητέρας μου και
δεύτερο χωριό δικό μου, το ίδιο αγαπημένο σαν τους Ποτάμους.
Διορίστηκα
εφημέριος στους ΄Εξω Ποτάμους και η πρώτη μου λειτουργία ήταν στις 11 Νοεμβρίου,
εορτή του Αγίου Μηνά. Δεν περιγράφονται, με λόγια, ούτε μεταφράζονται σε
νοήματα, τα βιώματα που ζει ένας ιερέας
στις πρώτες του λειτουργίες.
Θα
μου μείνουν αξέχαστες οι εμπειρίες από τις πρώτες λειτουργίες, αλλά κι από τις γιορτές του πρώτου χρόνου στο
χωριό μου. Τη μέρα των Χριστουγέννων, το χωριό ήταν χιονισμένο. Λειτούργησα
στον Τίμιο Σταυρό και μετά γιορτάσαμε όλοι μαζί τα Χριστούγεννα στο καφενείο. Η χαρά μου
κορυφώθηκε τη Μεγάλη Εβδομάδα. Ξύπνησαν μέσα μου παιδικές μνήμες και αναμνήσεις
μιας άλλης εποχής. Τη νύχτα της
Αναστάσεως, ήρθαν και με πήραν οι άνθρωποι από το σπίτι με το «σημαντήρι»,
μια ειδυλλιακή εικόνα στο ορεινό χωριό. .
Συνεχίζεται...