Του Πρωτ. Γεωργίου Ατσαλάκη
Γεν. Αρχιερατικού Επιτρόπου
Ι. Μητροπόλεως Πέτρας & Χερρονήσου
Στο χωριό μου με αγαπούσαν οι άνθρωποι και τους
αγαπούσα πολύ. Έκανα αμέσως κηρύγματα, τα πιο φλογερά των νεανικών μου χρόνων.
Το χωριό μου το έκρυβα στην καρδιά μου, σαν ένα φυλακτό που μου το δώρισε ο
Θεός. Οι άνθρωποι με αγαπούσαν πολύ, σε σημείο να πιστεύω, ότι δεν ίσχυαν για
τον εαυτό μου τα λόγια του Χριστού: «Κανείς
προφήτης δεν είναι δεκτός, στην ιδιαίτερη πατρίδα του».
Συμπλήρωσα
στο χωριό μου 2 χρόνια. Στις 8 Ιουλίου
του 1968 γεννήθηκε ο Μιχάλης, το
μονάκριβο παιδί μου, το μεγαλύτερο μετά την ιεροσύνη μου δώρο του Θεού. Όλα
ήταν ωραία. Ήταν τα ωραιότερα χρόνια. Πηγαίναμε με την πρεσβυτέρα την Κυριακή
στα εξωκλήσια του χωριού και ανάβαμε τα καντήλια. Όλα κυλούσαν ωραία και ήρεμα.
Το χωριό μου ήταν και είναι από τα ομορφότερα της Κρήτης. Το χειμώνα τα χιόνια,
το καλοκαίρι το πολύ πράσινο, την άνοιξη
η πλούσια βλάστηση μαζί με τα πολλά άνθη και τα κελαδήματα των
πουλιών, συνθέτανε μια ζωγραφιά του παραδείσου.
Όμως
για ένα ιερέα, η κοσμική «ευτυχία»,
δεν είναι το ιδανικό όραμα που πρέπει να φτάσει. Την πρώτη θέση στην καρδιά του
και στα οράματα του, την έχει η εκκλησία. Το έργο της εκκλησίας. Η αποστολή
του. Η ιεροσύνη του. Το χωριό μου κάθε μέρα και πιο πολύ λιγόστευε. Οι άνθρωποι
μετακινούνταν πια, μόνιμα στον Άγιο Νικόλαο κι εγώ καταλάβαινα, ότι οι δυνάμεις
μου ήταν μικρές για το έργο του ιερέως, ακόμη και στους λίγους ανθρώπους που
είχε η ενορία μου.
Στοχάστηκα
πολύ στις ερημιές του χωριού μου. Προσευχήθηκα και περίμενα την απάντηση του
Θεού. Ήθελα να συνεχίσω τις σπουδές μου.
Να πάω στο Πανεπιστήμιο. Θα ήταν για το καλό μου και για το συμφέρον της
Εκκλησίας, ή μήπως θα έχανα την πίστη μου, την απλοϊκή και δυνατή πίστη που
είχα;
Έγραψα
ένα γράμμα στον πατέρα Καρδαμάκη. Ήταν πολύ ωραίο. Κρίμα που δεν σώζεται. Γιατί
σ’ αυτό φαινόταν η αθωότητα της ιεροσύνης στα παρθενικά της βήματα, η αγωνία
ενός ιερέως και η απόφαση του να διακινδυνεύσει την ήρεμη ζωή του, με άγνωστες
και απρόβλεπτες συνέπειες. Τελικά πήρα την απόφαση. Να δώσω εξετάσεις στο
Πανεπιστήμιο κι αν πετύχω να φοιτήσω στη θεολογική Σχολή.
Το
είπα στον τότε Μητροπολίτη Πέτρας
Δημήτριο. Έπρεπε να έχω τη συγκατάθεση του. Χάρηκε και μου είπε, ότι οι
εξετάσεις ήταν δύσκολες και γινότανε
ακόμη δυσκολότερες εκείνη τη χρονιά, που εφαρμοζόταν ένα νέο σύστημα για τις
εισαγωγικές εξετάσεις στις ανώτερες σχολές, με 2 βαθμολογητές. Μού σύστησε να
πάω στην Αθήνα σε φροντιστήριο. Πήγα ένα μήνα. Τα μαθήματα που δίναμε ήταν
Αρχαία Ελληνικά, Έκθεση, Λατινικά και ιστορία.
Οι εξετάσεις
γινότανε στην Αθήνα. Το πρώτο
μάθημα ήταν η Έκθεση. Το θέμα ήταν ένα αρχαίο ρητό. Δεν το γράφανε στον πίνακα
να το δεις. Μόνο το άκουγες. Έπρεπε να το γράψεις σωστά και να το ερμηνεύσεις
σωστά. Διαφορετικά η έκθεση ήταν εκτός
θέματος και μηδενιζόταν. Το ρητό στον κύκλο τον δικό μας ήταν παράξενο. Το γράφω για την ιστορία: «Γαστρός πειρώ πάσαν ηνίαν κρατείν». Την άλλη μέρα έγραψαν οι
εφημερίδες την ερμηνεία του. Απογοητεύτηκα. Σκέφτηκα να μη δώσω τα υπόλοιπα
μαθήματα.
Όμως
απ’ ό, τι φάνηκε μετά, είχα γράψει καλά σ’ όλα τα μαθήματα. Ήρθα πρώτος. Πήρα υποτροφία. Την επιτυχία μου
την είδα ως ευλογία του Θεού, που έφερνε στην ψυχή μου πολλά μηνύματα και
πολλές υποχρεώσεις. Έπρεπε να φύγω από το χωριό μου να πάω στην Αθήνα. Πήρα
πενταετή άδεια λόγω σπουδών.
Οι χωριανοί μου
χάρηκαν για την επιτυχία μου, πικράθηκαν όμως γιατί θα έφευγα από το χωριό και
θα μένανε πάλι χωρίς «δικό» τους
παπά. Τους αποχαιρέτησα μια Κυριακή στην εκκλησία. Όλοι κλαίγανε και πιο πολύ
εγώ. Ήταν μια συγκινητική στιγμή, από τις λίγες της ζωής μου.
Έφτασα
στον Πειραιά με το καράβι, στις 25 Νοεμβρίου 1969, την ώρα που χτυπούσαν οι καμπάνες, για τη
λειτουργία της Αγίας Αικατερίνης. Ενοικίασα ένα διαμέρισμα, δίπλα στην οδό Ιπποκράτους και κοντά στο Πανεπιστήμιο. Έψαχνα μετά να βρω ενορία.
Με τοποθέτησαν στον Άγιο Χαράλαμπο Ιλισσίων. Προτού όμως προλάβω να εμφανισθώ
στην ενορία, πήρα μια απόσπαση για τη Φλώρινα, να κάμω εκεί τις γιορτές των
Χριστουγέννων.
Έτσι
βρέθηκα στο Μεσόβουνο Εορδαίας, εφημέριος τα Χριστούγεννα του 1969. Οι άνθρωποι
με δέχτηκαν σαν Μεσσία. Είχαν να λειτουργήσουν στο χωριό τους την ημέρα των
Χριστουγέννων, 15 χρόνια. Ένα χωριό που
είχε νηπιαγωγείο και τριθέσιο Δημοτικό Σχολείο. Ένας ιερέας εξυπηρετούσε 14
χωριά. Ήταν καλοί άνθρωποι και πολύ φιλόξενοι. Το χωριό ήταν ορεινό, με χιόνια
και πολύ όμορφο. Με αγαπούσαν πολύ και σκεφτόμουνα, αν δεν είχα τις σπουδές, θα
μπορούσα να μείνω εκεί σ’ όλη μου τη ζωή.
Συνεχίζεται...