2 Ιουλ 2014

Το «κύκνειο άσμα» ενός ιερέως (μέρος Β΄)

Του Πρωτ. Γεωργίου Ατσαλάκη
Γεν. Αρχιερ. Επιτρόπου Ι. Μητροπόλεως
Πέτρας & Χερρονήσου

            Το «κύκνειο άσμα» αφορά ασφαλώς τον εαυτό μου και είναι ένα φως στη ζωή μου, από τα παιδικά μου χρόνια μέχρι σήμερα. Είναι όλα αληθινά. Δεν είναι η ακριβής ιστορία της ζωής μου –αφού αυτή δεν μπορεί να περιγραφεί. Είναι τα ιστορικά γεγονότα και οι συγκλονιστικές εμπειρίες,  που σημάδεψαν την καρδιά μου, έπλασαν  τον χαρακτήρα μου και αλλοίωσαν την ψυχή μου.
            Όταν ήμουν περίπου 6 χρονών, πέθανε ο πατέρας μου. Δεν πόνεσα πολύ κι ούτε πλήγωσε ο θάνατος του την ψυχή μου. Δεν καταλάβαινα και δεν συνειδητοποιούσα τι συνέβαινε.  Θυμάμαι μόνο ότι όλοι οι άνθρωποι έκλαιγαν, ιδιαίτερα βέβαια, η μάνα μου και η γιαγιά μου. Κάποια αχνά περιστατικά διασώζονται στη μνήμη μου από τον πατέρα μου. Πίστευε πολύ στο Θεό-όπως μου έλεγε η μητέρα μου- κι αυτό το διαπίστωσα από τους «Βίους των Αγίων» που διάβαζε και τους διαφύλασσε με ιδιαίτερη επιμέλεια. .
            Αγαπούσε πολύ τα παιδιά του- εμένα και τον αδελφό μου, που ήταν ενός έτους- κι έλεγε ότι ήθελε να με κάμει Δεσπότη. Πήγε και προσκύνησε στην Παναγία στην Τήνο, γύρισε και πέθανε στις 3 Αυγούστου του έτους 1950, με τα τελευταία λόγια  στη Μάνα μου: «Να προσέχεις τα παιδιά μας».
            Το πρόσωπο που διαμόρφωσε το χαρακτήρα μου, που διέπλασσε  τον ψυχικό μου κόσμο  και  καθόρισε τη συνείδηση μου, ήταν η μητέρα μου. Δεν ένιωσα την ορφάνια, εξαιτίας της. Δεν στερήθηκα την προστασία και την στοργή του πατέρα. Δεν ένιωσα μειονεκτικά απέναντι στ’ άλλα παιδιά. Αγαπούσα πολύ τον αδελφό μου. Είμαστε αγαπημένα αδέλφια και νιώθαμε πολλές φορές στην αγκαλιά της μάνας μας, τα πιο ευτυχισμένα παιδιά του κόσμου. Αυτή την αγάπη, τη νιώθομε μέχρι σήμερα.   Ο ένας χαίρεται  για το καλό και την πρόοδο  του άλλου. Κάποιοι άνθρωποι μου λένε, ότι ο αδελφός μου είναι πιο καλός από μένα.  Εγώ  χαίρομαι γι’ αυτό.
            Δεν είναι εύκολο με την ανθρώπινη λογική, να περιγράψω τη μητέρα μου. Του κάθε ανθρώπου η μητέρα, είναι το πιο προσφιλές  πρόσωπο. Για μένα ήταν, ο μετά τον Θεό, επί της γης «θεός» μου. Την αγαπούσα πολύ, αλλά δεν την λάτρευα.  Όταν μάλιστα έγινα ιερέας την πίκρανα και την ήλεγξα πολλές φορές κι άλλες φορές  την έκαμα να κλάψει, επειδή  έβλεπα, ότι η υπερβολική αγάπη της στο πρόσωπο μου, έφερνε εμπόδια στην ιεροσύνη μου. Με ποιο τρόπο; Με την αγωνία που μου έδειχνε σαν μάνα, να μην πάθω τίποτε, να μη με  μισήσουν οι άνθρωποι εξαιτίας των ελεγκτικών κηρυγμάτων μου και να μην αρρωστήσω.
            Η μάνα μου με έμαθε να  αγαπώ τους ανθρώπους. Να νιώθω συμπόνια. Να  βλέπω στον κάθε άνθρωπο, ένα παιδί του Θεού. Να  κατανοώ τα πάθη και τις αδυναμίες  των ανθρώπων. Να  έχω μια φυσική ευαισθησία στην καρδιά μου, μπροστά στον πόνο και στο κακό του κόσμου.  Να πιστεύω πως δεν υπάρχουν κακοί άνθρωποι, αλλά  ψυχικά άρρωστοι και πνευματικά αδύνατοι.  Πως και ο χειρότερος άνθρωπος, κρύβει μέσα του στοιχεία καλοσύνης. .
            Όπως μου μετέδωσε η μάνα μου  το γάλα κι έζησα, έτσι μου μετέδωσε το αίμα της καρδιάς της. Μου μετάγγισε την πίστη στο Θεό και την αγάπη.  Την αγάπη στο καλό και στην αλήθεια, την αγάπη στον άνθρωπο και σ’ όλα τα πλάσματα της γης. Όταν άκουγε για πόνο έκλαιγε. Όταν άκουγε για αρρώστια προσευχόταν. Όταν άκουγε για αμαρτία πονούσε. Σε όλα τα σφάλματα των ανθρώπων εύρισκε κάποια δικαιολογία. Όταν άκουγε να μιλούν για το Θεό δάκρυζε.  Όταν άκουγε για απιστία τρόμαζε. Προσευχότανε πολύ στην Παναγία για τα παιδιά της.
            Στο Δημοτικό σχολείο, είχα την ευλογία να έχω δάσκαλο ένα ιερέα. Τον π. Γεώργιο Μηναδάκη. Καλός ιερέας  και καλός δάσκαλος. Πολλά του οφείλει το χωριό μου. Μας μετέδωσε πολλή αγάπη στο Θεό και στην πατρίδα μας. Δίδασκε με άριστο τρόπο -  βιωματικά - τα θρησκευτικά και την ιστορία. Νιώθαμε υπερηφάνεια για την πατρίδα μας. Νιώθαμε χαρούμενοι  για το Θεό μας.
            Στο Δημοτικό ήμουν καλός μαθητής. Δεν συνέβηκε το ίδιο στο Γυμνάσιο. Φοίτησα στο Γυμνάσιο του Αγίου Νικολάου. Με πολλές δυσκολίες. Η μεγαλύτερη ήταν ότι πήγαινα κάθε μέρα με τα πόδια, μαζί με άλλα παιδιά στα Λακώνια, στο χωριό της μητέρας μου. Δυο ώρες δρόμο με τα πόδια κάθε πρωί και κάθε μεσημέρι. Εγώ πήγαινα στο πιο μακρινό χωριό απ’ όλους. Στον Πεπόνηδο των έξω Λακωνίων. Κουραζόμουνα  και δεν είχα διάθεση  για διάβασμα. Τους  χειμερινούς μήνες, έμενα στο σπίτι μας, στον Πίσσιδο του Αγίου Νικολάου.
            Δεν ήμουν καλός μαθητής. Παρά ταύτα θα μπορούσα να προχωρήσω,  αν έλειπαν τα μαθηματικά. Με τυράννησαν πολύ. Στα ελληνικά ήμουν σχετικά καλός.
Στην Τετάρτη Γυμνασίου μεταγράφηκα στην Εκκλησιαστική Σχολή Κρήτης και πήγα στα Χανιά  Ένας παιδικός μου πόθος γινόταν πραγματικότητα: Να γίνω ιερέας.
            Στη   Σχολή φοίτησα 5 χρόνια. Ήμουν καλός μαθητής. Διάβαζα πολύ και ιδίως βιβλία της Βιβλιοθήκης. Θεολογικά, ψυχολογικά, φιλοσοφικά και λογοτεχνικά. 

            Συνεχίζεται...

ΙΣΤΟΛΟΓΙΑ ΜΕ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝ

Ορθόδοξος Συναξαριστής






ΠΩΣ ΘΑ ΜΑΣ ΒΡΕΙΤΕ (Ι. Ν. ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ, ΣΤΡ. ΚΟΡΑΚΑ 2)

ΧΑΡΤΗΣ ΕΠΙΣΚΕΠΤΩΝ ΑΠ' ΟΛΟ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ

ΔΕΙΤΕ ΤΗΝ ΩΡΑ ΣΕ ΚΑΘΕ ΓΩΝΙΑ ΤΟΥ ΠΛΑΝΗΤΗ

ΠΡΟΓΝΩΣΗ ΚΑΙΡΟΥ

Επιστροφή στην Αρχική Σελίδα