Του Πρωτ. Γεωργίου Ατσαλάκη
Γεν. Αρχιερατικού Επιτρόπου
Ι. Μητροπόλεως Πέτρας & Χερρονήσου
Στο
πνευματικό και διοικητικό έργο ενός ιερέως στην ενορία του, συμβάλλουν πολλοί
παράγοντες. Στην περίπτωση της ενορίας του Αγίου Γεωργίου και σε μένα προσωπικά, ένας από τους
μεγαλύτερους θετικούς παράγοντες, υπήρξε από την αρχή η εφημερίδα της πόλεως
μας ΑΝΑΤΟΛΗ. Ο πρώτος που επέμενε να γράφω στην ΑΝΑΤΟΛΗ, ήταν ο
πρωτοπρεσβύτερος του καθεδρικού ναού της
Αγίας Τριάδος π. Ευάγγελος Παχυγιαννάκης, ο οποίος
έγραφε με επιτυχία από πολλά χρόνια πριν.
Το πρώτο άρθρο που έγραψα ήταν
για το Κέντρο Λαϊκής επιμόρφωσης της Νομαρχίας Λασιθίου, την διεύθυνση του
οποίου είχε ο χωριανός μου και αγαπητός μου φίλος, δάσκαλος Γιάννης Χρονάκης. Ακολούθησε ένα άρθρο
για τον στρατηγό Ιωάννη Αλεξάκη και
συνέχισα διάφορα θεολογικά και κοινωνικά άρθρα, όσο το δυνατόν πιο απλά και
προσιτά στον πολύ κόσμο. Πίστευα, ότι η εφημερίδα, δεν είναι τόπος «Θεολογικών Διατριβών», αλλά πλησίασμα του λαού.
Δεν ήμουν σίγουρος για την
ανταπόκριση των ανθρώπων σ’ αυτά που έγραφα. Με συνάντησε στον εσπερινό του Αγίου Δημητρίου, ο τότε
διευθυντής της εφημερίδας ΑΝΑΤΟΛΗ κ. Ηλίας
Κοζύρης, ο οποίος με ενθάρρυνε, και μού είπε ότι του άρεσαν τα άρθρα μου και θα τα
φιλοξενούσε με ευχαρίστηση στην εφημερίδα του. Του οφείλω μεγάλη ευγνωμοσύνη
γι’ αυτό, γιατί από τότε κι ύστερα η εφημερίδα υπήρξε για μένα, ένας «δεύτερος άμβωνας» της εκκλησίας.
Ό,τι ωραίο και πολύτιμο είχα στην
ψυχή μου από το διάβασμα των βιβλίων, το κατέθετα στην εφημερίδα, με την ελπίδα,
ότι μπορούσε να γίνει ανάγνωσμα κάποιων
ανθρώπων, να γνωρίσουν καλύτερα και να
αγαπήσουν τον αγαπημένο μας Χριστό. Δεν θα μπορούσα πουθενά να πω, αυτά που έγραφα στην εφημερίδα. Δεν ήταν μόνο
θέματα κηρυγμάτων. Ήταν κυρίως η αγωνία ενός ιερέως για τον άνθρωπο και τη
«μοίρα» του, για τη ζωή του, για τους πόνους του και για τα βάσανα του, για την
πίστη του και την απιστία του.
Δεν είναι τυπικές οι ευχαριστίες
μου στον κ. Ηλία. Είναι ουσιαστικές. Είναι ευχαριστίες της ιερατικής μου συνείδησης
και της καρδιάς μου. Χαίρομαι που αυτή τη δυνατότητα, μου τη δίνει η εφημερίδα
ΑΝΑΤΟΛΗ, μέχρι σήμερα. Και χαίρομαι πιο πολύ που στα παιδιά τού κ. Ηλία, την Πόπη και τον Μιχάλη, Κοζύρη,
βρήκα την ίδια υποστήριξη και την
ίδια αγάπη. Με την σημερινή διευθύντρια της ΑΝΑΤΟΛΗΣ βρίσκω την ίδια αποδοχή
και την ίδια προθυμία. Εύχομαι από τα βάθη της ψυχής μου, να χαρίζει σε όλους
υγεία και μακροημέρευση ο Θεός, να χαίρονται τα παιδιά τους και να συνεχίζουν το σπουδαίο και μοναδικό
τους έργο πολιτισμού, στην πόλη μας και στο νομό μας.
Σ’ αυτό το σημείο βέβαια θέλω να
ευχαριστήσω, τον αγαπητό μου φίλο Νικόλαο
Κουλεντάκη, που σε κάποιο χρονικό διάστημα, μου πρόσφερε τη δυνατότητα, να
κάνω ομιλίες από το «Ράδιο Λασίθι»,
του οποίου ήταν ιδιοκτήτης και να μεταδίδομε από το ναό του Αγίου Γεωργίου, τις
ιερές ακολουθίες. Ήταν μια πολύ θετική συμβολή στο ιεραποστολικό έργο της
εκκλησίας. Ευχαριστώ βέβαια και τον τότε διευθυντή του σταθμού, Βαγγέλη Βαρνακιώτη, για την άριστη
συνεργασία μας.
Θέλω να πω δυο λόγια, κυρίως για
τους αδελφούς μου ιερείς αλλά και για όλους τους χριστιανούς και προπάντων για
τα νέα παιδιά. Να τους δώσω μια απάντηση. Πώς τόσα χρόνια τώρα -40 χρόνια στον Άγιο Νικόλαο- μπορώ να κάνω κήρυγμα και να γράφω στην
εφημερίδα. Πολλοί με ρωτούν. Πώς τα θυμάμαι και πού τα βρίσκω αυτά που γράφω.
Την απάντηση θα τη δώσω χωρίς εγωισμό αλλά και χωρίς ταπεινολογία, με μοναδικό
σκοπό να δημιουργήσω την ευγενή άμιλλα στους νέους ιερείς και στα νέα παιδιά
και προπάντων την ελπίδα: Να μην αποθαρρύνονται, αλλά να ελπίζουν στο Θεό και
στις δυνάμεις τους.
Όταν ήταν να πάω στην
εκκλησιαστική Σχολή, πολλοί με ειρωνεύτηκαν, ότι δεν θα τα καταφέρω, γιατί δεν
ήμουν καλός μαθητής στο Γυμνάσιο και έλεγαν στη μητέρα μου, ότι το μόνο που μου
άξιζε ήταν, να «σκάβω στις Ρωμανιές».
Μια ερημική τοποθεσία του χωριού μου, στην οποία ο πατέρας μου είχε δουλέψει
σκληρά. Είχαν δίκιο, γιατί στο Γυμνάσιο είχα απορριφθεί δυο φορές.
Η μάνα μου δάκρυζε και πονούσε.
Έλεγε με παράπονο: «Γιατί Θεέ μου; Εγώ
χαίρομαι να προοδεύουν όλου του κόσμου τα παιδιά. Γιατί κάποιοι μιλούν έτσι για
τα παιδιά μου;» Δεν θα ξεχάσω ποτέ όταν μ’ αποχαιρετούσε να
πάω στα Χανιά «τα δακρυσμένα της μάτια».
Ήταν από πόνο; Ήταν από απογοήτευση;
Ήταν από αμφιβολία αν τα καταφέρω;
Ήταν η ντροπή της αν γύριζα άπρακτος; Ίσως ήταν όλα αυτά. Το μόνο που
εγώ δεν ξεχνούσα, ήταν «τα δακρυσμένα
της μάτια».
Της έγραψα ένα γράμμα από την
Αγία Τριάδα από τα Χανιά. Της έλεγα να μη στενοχωριέται και ή θα μάθω γράμματα να γίνω ιερέας ή θα σκάβω στις
«Ρωμανιές» που γίνανε αργότερα τα αγαπημένα μου λημέρια.
Συνεχίζεται...